Οι εκδρομές του φθινοπώρου είναι η ανάγκη μας να κρατήσουμε ζωντανό το καλοκαίρι, να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση στο χρόνο της ξενοιασιάς, να κάνουμε πως όλα μπορεί να ’ναι και χαρά, αφού ξημερώνει Κυριακή αργία, αφού το αυτοκίνητο τρέχει τα μερικά χιλιόμετρα της ελευθερίας, αφήνοντας πίσω το τσιμέντο και τις μεγάλες λεωφόρους. Πράσινο ή γαλάζιο στα μάτια, δεν έχει σημασία. Αρκεί στην άκρη του προορισμού να σε περιμένει ένας νόστιμος λόγος. Γιατί η (καλή) ταβέρνα είναι πάντα ο στόχος. Η αφορμή και το αίσιο τέλος.
Ο Μπερτόλης (Πέτρινο), στο Γραμματικό
Το Γραμματικό, που -κατά τον αστικό μύθο- πήρε το όνομά του από τον γραμματέα του μπέη της περιοχής που κατοικούσε εδώ, είναι ένα από τα αρβανιτοχώρια της περιοχής που κατηφορίζει από το βουνό ως το θαλασσινό Σέσι. Χωριό που μοιάζει με βόρειο προάστιο, όπου όμως, ανάμεσα στις νεόκτιστες μονοκατοικίες θα δεις να περνά το τρακτέρ με τον πιο τυπικό αγρότη της δεκαετίας του ’60. Καθαρός βουνίσιος αέρας και η προκοπή του Αρβανίτη που ξέρει από σκληρή δουλειά όπως ξέρει και από ζώα και γαλακτοκομικά.
Το Πέτρινο είναι δεύτερης γενιάς μαγαζί που μετακόμισε ο γιος Κώστας Μπερτόλης, από την πλατεία, στην είσοδο του χωριού. Μεγάλες, ομορφοστολισμένες αίθουσες και μια καταπράσινη αυλή με τα μυριστικά και το σιντριβάνι της που γοητεύει κάθε πιτσιρίκι, μαζί με το ήμερο και ευγενικό κοκονάκι της οικογένειας που και αυτό εκτελεί χρέη μπέιμπι-σίτερ ώστε να φάει ο γονιός ήσυχος τη μπριζόλα του. Αστραφτερή καθαριότητα και νοικοκυροσύνη, εδώ δεν υπάρχουν υπάλληλοι. Η μαμά Γεωργία μαγειρεύει στην κουζίνα, η δροσάτη κόρη θα σε σερβίρει.
Στα μετόπισθεν η ψησταριά, βασίλειο του Κώστα, ο οποίος εργάζεται το πρωί ως ηλεκτρονικός στην ΕΥΔΑΠ και το βράδυ ανάβει φωτιές για το ολόσωστο ψήσιμο. Εδώ θα σε εντυπωσιάσει η σημασία στη λεπτομέρεια. Και το παραμικρό υλικό, όπως η ντομάτα ή το κρεμμύδι της σαλάτας επιλέγονται με κόπο και αυστηρό κάστινγκ. Αν ο Κώστας δεν βρει την ντομάτα που στάζει αίμα και μέλι από τον Μαραθώνα -βασίλειο της αττικής ντομάτας- θα την αναζητήσει μέχρι την Κρήτη. Έτσι εξηγείται η ιδανική χωριάτικη με τη βουτυράτη ντόπια φέτα που θυμίζει φέτες παλιές, αγνές, αληθινές και ρουστίκ, μαζί με το πλούσιο, αρωματικό ελαιόλαδο και με τις χοντρές φέτες φρυγανισμένο ψωμί που μοσχοβολά ρίγανη.
Τα τυροπιτάκια της Γεωργίας θυμίζουν και αυτά χωριό, μοσχοβολούν τη ντόπια φέτα όταν τηγανίζονται τραγανά και κριτσανιστά, αλάδωτα, μέσα στο φύλλο που ανοίγει με τα χεράκια της. Η τυροκαυτερή τους δεν μοιάζει με καμία: δεν γίνεται ποτέ αλοιφή, αφήνει μικροσκοπικά τα κομματάκια της εξαίσιας φέτας να σκάνε στον ουρανίσκο μαζί με την πράσινη, φρέσκια πιπεριά που αφήνει ένα κάψιμο, διακριτικό και διόλου επιθετικό.
Όλοι εδώ έρχονται για το παϊδάκι από ζυγούρι και το παϊδάκι από αρνάκι γάλακτος, εννοείται πως παίρνεις και τα δυο. Άψογο κόψιμο, άψογο ψήσιμο, ζουμερό και όσο πρέπει τραγανό. Στην κάθε μπουκιά αναρωτιέσαι τί νοστιμιές, τί χλοερό γρασίδι, τί αρώματα βουνού, τί αγνή και ευλογημένη τροφή, έθρεψαν το ζώο που έχεις την τύχη να ξεκοκκαλίζεις. Εκτός σχάρας, η Γεωργία σιγοψήνει λουκούμι την προβατίνα με πιπεριές στη γάστρα αλλά αξίζει να δοκιμάσεις και τον κόκορα-χωριάτη και βαρβάτο και με κρουστό πλην τρυφερό κρέας, που μαγειρεύεται κοκκινιστός, με ολόφρεσκη ντομάτα και σπιτικές γκόγκες αλ ντέντε βρασμένες. Το κρέας, στις πιο επικές του στιγμές, σε μια ταβέρνα που προτιμούν ολόκαρδα οι ντόπιοι. Αγ. Αθανασίου 3, Γραμματικό, 2294061197
Ο Μώλος, στα Μέγαρα
Η πρώτη εντύπωση θα σε καθηλώσει. Γιατί την ταβέρνα, ποτέ δεν τη φαντάστηκες απλωμένη σε τόσα τετραγωνικά, σαν πλατεία του χωριού. Μέσα σε ένα οχυρό από πυκνές πέργκολες, πάνωθέ τους να ξεπροβάλλουν κυπαρίσσια και η εξοχική βλάστηση που ποθείς σε μια εκδρομή, αυλή με παιδική χαρά να απασχολούνται τα πιτσιρίκια, εντός αίθουσα πανμέγιστη, κατακόκκινα τραπεζομάντιλα, τραπέζια σε ανυπολόγιστες σειρές, κουρτινάκια μερακλίδικα ολόγυρα στην απανταχού τζαμαρία. Ενδεχομένως ο «Μώλος» να σε προδιαθέσει για εξοχική ψαροφαγία. Όμως, αυτός ο Μώλος είναι ταγμένος κρεατοφάγος και επί της ουσίας δεν είναι παρά το όνομα του ιδιοκτήτη Δημήτρη αλλά και του συνονόματου παππού, που πρώτος άνοιξε την ταβέρνα το 1908, όταν γύρισε από την Αμερική.
Το πρώτο κουρείο-μπακάλικο-καφενείο ήταν καμαρούλα μια σταλιά στο σπίτι του παππού, όμως, κάθε άνοιξη μετακόμιζε εδώ που βρίσκεσαι τώρα, σε μια καλύβα από τσιμεντολίθια και ξύλινο φράχτη. Τότε, άλλη ταβέρνα δεν είχαν τα Μέγαρα. Την Τρίτη του Πάσχα, του Αη Γιάννη του Χορευταρά, εδώ στηνόντουσαν τρικούβερτα γλέντια, η τσίκνα ταξίδευε σε όλη την πόλη, διάσημοι καλλιτέχνες ερχόντουσαν από την Αθήνα και κάπως έτσι, ο Μώλος καθιερώθηκε από το 1953. Τα μεγάλα αστέρια της εποχής έκαναν ουρά για να εμφανιστούν εδώ, ο κόσμος χόρευε με «χαρτάκια» για να τηρηθεί η τάξη και η σειρά προτεραιότητας. Σήμερα, δεν ξέρω αν γίνονται πια τέτοια πανηγύρια αλλά αυτό που θα ζήσεις από τον συνωστισμό, το λες και πανηγύρι.
Απόλυτη νοστιμιά και σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, η τροφαντή μπριζόλα από μοσχαράκι γάλακτος που σερβίρεται με ψητή ψιλοκομμένη ντοματούλα, που της δανείζει τη γλύκα αλλά και το μαγικό της ζουμάκι στο αντάμωμα με το ζουμάκι του κρέατος. Γύρω της ενορχηστρώνονται όλες οι υπόλοιπες νοστιμιές, ξεκινώντας με την τεράστια πιατέλα με το καψαλισμένο ψωμάκι με λάδι και ρίγανη, το μερακλίδικο τζατζίκι, την τραγανή παστουρμαδόπιτα και τις γενναιόδωρες σαλάτες, τέλεια χωριάτικη, μαρούλι με άφθονο καρότο, φρέσκο κρεμμυδάκι, λεμόνι, άνηθο και πράσινες ντόπιες ελιές.
Μην προσπεράσεις το ντόπιο λουκάνικο, πρόκειται περί ποιήματος. Επικό παϊδάκι που φέρνει Αθηναίους από κάθε γωνιά της Αττικής, οι οποίοι εξίσου φτάνουν ως εδώ για τα μπριζολάκια από προβατίνα ή από ζυγούρι, για τη γαρδούμπα και το κοντοσούβλι. Κρέας αποκλειστικά και μόνο από παραγωγούς της περιοχής και τηγανητή πατάτα σε βουνά, τραγανή, αλάδωτη, αληθινή. Για το ψήσιμο στα κάρβουνα δεν θα σου μιλήσω, μιλάει μόνη της πείρα 120 χρόνων. Αν δεν έχει τελειώσει η καρυδόπιτα, να την πάρεις. Πατριάρχου Βαρθολομαίου, 2296027071
Ο Βραχάς, στο Λαύριο
Παίρνεις την Παραλιακή και πηγαίνεις. Δεξιά σε ακολουθεί το θαλασσινό γαλάζιο, αλλά εντάξει, το τοπίο δεν μπορείς να πεις ότι έχει αυτό το κάτι που θα το έκανε και πρωτοσέλιδο στο Traveller. Και ξαφνικά, με το που θα σκάσουν μπροστά σου οι κολόνες του Σουνίου, συμβαίνει το μαγικό. Όλα γύρω σου μετατρέπονται σε ένα κράμα από τις πλαγιές της Πάρου και τα λιμανάκια της Μυκόνου, ο αέρας και η φύση θυμίζουν νησί στα καλύτερά του. Στο Λαύριο θα κόψεις λίγο ταχύτητα να θαυμάσεις το φοινικόδασος που θα σε διακτινίσει για λίγο στην Αίγυπτο κι ύστερα θ’ανέβεις αριστερά στο πανέμορφο βουνό με τελικό προορισμό την Πλάκα. Εκεί, το ζεύγος Βραχά θα σε ταίσει γουρουνάκι ή αρνάκι στα κλήματα, φοβερές σκορδάτες πατάτες γάστρας ή και τηγανητές της στιγμής, διάφορα μαγειρευτά κι ό,τι άλλο της κλείσεις τηλεφωνικώς από πριν, για να ’σαι σίγουρος ότι δεν θα μείνεις νηστικός στο τέλος του ταξιδιού. Το καλό εδώ είναι ότι το απόμερο της υπόθεσης θα σου εξασφαλίσει οικογενειακή εξυπηρέτηση αφού δεν θα συναντήσεις τα στίφη που πέφτουν σαν ακρίδες στα κεντρικά ταβερνεία, άσε που το απομονωμένο ταβερνάκι την έχει τη χάρη και το γούστο του, μιλώντας περί ντεκόρ. Λεωφ. Πλάκας 99, Λαύριο, 2292027745
Το Λατίνι, στη Βάρκιζα
Από το Φάληρο ως το Λαγονήσι, τη ελληνική Κυανή Ακτή την έχουμε κυρίως ταυτίσει με τα μαγαζιά-υπερπαραγωγές. Τα περισσότερα, από φαγητό έχουν να σου προσφέρουν κάτι σε υπερτιμημένο, τη γεύση της αρπαχτής για όλα τα-μέτρια-γούστα. Όταν προσγειώνεσαι για πρώτη φορά στο Λατίνι, διχάζεσαι. Από τη μια μαγεμένος ανάμεσα σε μια ολοστρόγγυλη πανσέληνο που φωτίζει τις αιχμές των φοινικιών, τη θάλασσα στα πόδια σου, τις βαρκούλες της Ένωσης των ερασιτεχνών αλιέων της Βάρκιζας, ένα τοπίο άκρως ειδυλλιακό, που σε συμφιλιώνει με όλα τα κακά αυτού του τόπου. Από την άλλη, το ωραιότατο στήσιμο των φροντισμένων τραπεζιών που θυμίζουν την αισθητική της παραλίας σε βάζει σε σκέψεις. Μήπως κι εδώ μου προκύψει μια αδιάφορη ρόκα-παρμεζάνα σε τιμή αστακού; Όμως, το Λατίνι θα σε ταΐσει αληθινό φαγητό. Με ψυχή και ουσία, με ψαράκι ελληνικό από τις βαρκούλες που αράζουν στην πόρτα του και από δικούς του ψαροντουφεκάδες, νόστιμο, χορταστικό, στη σωστή τιμή αλλά και πολυμορφικό.
Μπορείς να έρθεις από το πρωί για καφέ και το τέλειο κλαμπ σάντουιτς με ψωμάκι μπριος και στη συνέχεια θα σκεφτείς αν ακολουθήσεις την παραδοσιακή ή τη δημιουργική οδό, οι οποίες θα προκύψουν το ίδιο επιτυχείς και αυθεντικές. Η λακέρδα σπιτική, σε αρκετά χοντρές φετούλες που αναδεικνύουν τη γλυκιά, βουτυράτη υφή της, μπουκίτσες στεγνοτηγανισμένες από ολόλευκο γαλέο και μια ανάλαφρη σκορδαλιά με το καρύδι της. Φρέσκα ζωντανά σαλατικά, άνηθος, κρεμμυδάκι, γαριδούλα και ατού ο νόστιμος σολομός που καπνίζεται εδώ. Τα βλίτα ολόφρεσκα, το κολοκυθάκι να κρατάει όσο χρειάζεται. Το καλαμάρι φρέσκο, είδος που σπανίζει στα μαγαζιά της πόλης. Ψημένο ολόσωστα, λίγο τραγανό, με το λαδολέμονο και τη ριγανίτσα του στο πλάι να τα προσαρμόσεις στα μέτρα σου. Ο ουζομεζές όπως τον αγάπησαν οι Πολίτες του Παλαιού Φαλήρου, με όλο το σεβασμό στη φρεσκάδα.
Σε συνδυασμό με τη θέα μπροστά σου μπορεί να νομίσεις πως είσαι και στο Βόσπορο και όσο για το ντεκόρ, ποιος ορίζει ότι το -αναπαυτικότατο- ρατάν δεν ταιριάζει με μια κλασική ψαρομεζεδοκατάσταση. Υπάρχει, όμως και η δημιουργική εκδοχή του μενού, όπως στην αθηναϊκή σαλάτα που πάνω της παίρνει ένα ζελέ ντομάτας και νιόκι που ταιριάζουν πολύ με τη σος της, όσο και ο σολομός τεριγιάκι με το σχοινόπρασο. Το κριθαρότο με καραβίδα, από τα καλύτερες εκδοχές: μελωμένο, με ολόφρεσκη ντομάτα, ζουμερή καραβιδούλα, σάλτσα ελαφριά που ποτίζει βαθιά το ζυμαρικό και δένει μαζί του, με τη σπιρτάδα του ούζου και τη δροσιά του μαϊντανού. Γλυκαθείτε με προφιτερόλ, εκμέκ ή μια απλή φρουτοσαλάτα που τόσο σπανίζει πια στα μαγαζιά της πόλης. Ένα Ν.Π. μυστικό που καβαντζάρει τις δεκαετίες μαγειρεύοντας με το ίδιο κέφι, μια σταθερή, κλασική αξία της Παραλιακής. Λ. Ποσειδώνος 3, 2109655977, Βάρκιζα
Η Λαγουδέρα, στο Πέραμα
Σ’ αυτή τη γκρίζα πλευρά του λιμανιού, εκεί που φεύγουν τα φέρι για τη Σαλαμίνα, με θέα στο Φουγάρο και τις παλιές βιομηχανίες, διασχίζοντας την παλιά προσφυγιά και την ανέμπνευστη δόμηση της δεκαετίας του ’50, το νέο Κερατσίνι προβάλλει ολόφρεσκο, μέσα από λουσάτες καφετέριες και μεζεδοπωλεία. Από εδώ, θέα δεν θα χαρείς. Μόνο το κυανόλευκο τοπίο μιας ωραίας ταβέρνας, με τον πολύ κόσμο τριγύρω σου να εγγυάται τη φρεσκάδα της. Παιδί και γέννημα-θρέμα της γειτονιάς, ο Κωστής Παπαναγιώτου μαγειρεύει θαλασσινά εδώ από το 2009. Όσο και αν οι αναφορές στο μενού μπορεί να σου θυμίσουν Κρήτη, η Λαγουδέρα είναι βέρα Κερατσινιώτισα, με ψάρι που έρχεται ολοζώντανο από την Ελαφόνησο και τη Σκύρο, απλά ξέρει να φτιάχνει και υπέροχους κολοκυθανθούς γεμιστούς με φέτα και μυζήθρα.
Μια σαλάτα με όλα της τα φρέσκα και μπόλικο κουκουνάρι, έχει και βραστή αν προτιμάς, μέχρι να διαλέξεις ανάμεσα σε μια καζανιστή ρακή του Στουπάκη ή ένα Ρετρό του Γιαννατσή και να σου στο τραπέζι μια γενναιόδωρη βουτιά στον φρέσκο αφτιασίδωτο, ελληνικό αχινό, χωρίς λάδια, λεμόνια και λοιπά αλλοιωτικά της raw power ενός ιωδίου. Μαστιχωτό χταπόδι της σχάρας, ολόκληρο τραγανό φρέσκο καλαμαράκι, ονειρεμένες κροκέτες μπακαλιάρου, τυροκαυτερή με μπόλικο μπούκοβο και μια πατάτα τσιπσάκι που για χάρη της μπορεί και να ξεχάσεις το μπαρμπούνι που μοσχοβολά ελληνική θάλασσα.
Ανάμεσα σε ένα γιουβετσάκι με γαρίδες -επιτέλους με την τόση όση ντομάτα- και τον άφθονο μαϊντανό και στο εμβληματικό μπιφτέκι τόνου-παίζει να το παραγγείλαμε δις έως και τρις σε ρεπετισιόν για να το εμπεδώσουμε-, να σου ξαφνικά τα κρητικά να ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ. Κι ένας λεβεντονιός με μια λυγερόκορμη να απογειώνονται από το έδαφος στο πιο διονυσιακό πεντοζάλι! Άντε τώρα να συγκεντρωθείς στη θαλασσομακαρονάδα, επιτέλους να και μια χωρίς ντομάτες, ιταλίδα σωστή, με το ελαιόλαδο, το σκορδάκι και τον μαϊντανό της. Μέλι με γιαούρτι και γλυκό σπιτίσιο του κουταλιού, πριν τη διαδρομή της επιστροφής, που στο σούρουπο μπερδεύει τις λεωφόρους με εικόνες του Κόντογλου, με κάτι από Τσαρούχη ή Εγγονόπουλο. Λεωφ. Δημοκρατίας 33, Πέραμα, 210 4414154