Μακριά από την πολύβουη ψαραγορά του Λαυρίου, σε μια από τις ήσυχες γωνιές της πόλης, η ταβέρνα του Ρέρα, όπως την ξέρουν οι ντόπιοι εδώ και γενιές, σερβίρει ψάρι ολόφρεσκο και καϊκίσιο και οι πελάτες του λένε πως εδώ τρώνε το καλύτερο τηγανητό ψάρι στη νότια Αττική.
Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, την ήρεμη αυτή ώρα της ημέρας που ανάβουν οι παλιοί δημοτικοί φανοί του Λαυρίου, στα λιγοστά τραπέζια της ταβέρνας Ο Ρέρας, παραταγμένα στο παμπάλαιο πετροστρωμένο πεζοδρόμιο, οι παρέες απολαμβάνουν ήσυχα το ψαράκι τους. Στην παλαιικιά μικρή σάλα με τον πάγκο-προθήκη που τη χωρίζει από τον χώρο της κουζίνας, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους μαρτυρούν ένα παρελθόν πολλών δεκαετιών, από την εποχή που το Λαύριο ήταν η μεγάλη εργατούπολη της Αττικής. Το ίδιο και το μαρμάρινο σκαλάκι της εξώθυρας, βουλιαγμένο από τα αναρίθμητα πατήματα σχεδόν ενός αιώνα.
Ιδιοκτήτης και μάγειρας της ταβέρνας, ο Γιάννης Ρέρας, τρίτη γενιά μιας οικογένειας από την Άνδρο, που συνεχίζει στα βήματα του πατέρα του και του συνονόματου παππού του, κάνοντας το κουμάντο στην κουζίνα. Η ταβέρνα του είναι σχεδόν ιστορική: είναι το μόνο μαγαζί από τα περίπου 48 οινομαγειρεία και ταβέρνες του Λαυρίου που συνεχίζει ασταμάτητα τη λειτουργία του, στεγάζεται σε διατηρητέο χαμηλό κτίσμα που άλλοτε ανήκε στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου και η ιστορία του συμβαδίζει με την σύγχρονη ιστορία της πόλης. Και φυσικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Μωσαϊκό εργατών και φαγητών
Είμαστε στο 1945, λίγο μετά την Απελευθέρωση. Ο Γιάννης Ρέρας ο παππούς, Ανδριώτης με 7 παιδιά, αναλαμβάνει από τον εκ Καρύστου ιδιοκτήτη ονόματι Μούτση, ένα παλαιό οινομαγειρείο-κρασοπουλειό στο λιμάνι του Λαυρίου, τον Κρίνο. Το γνώριζε καλά το μαγαζί ο Γιάννης Ρέρας. Αγρότης στο επάγγελμα, καλλιεργούσε τα αμπέλια του στα Μεσόγεια και προμήθευε τον Κρίνο με μούστο για το κρασί που έφτιαχνε ο Μούτσης στα βαρέλια του υπογείου. Το αναλαμβάνει και συνεχίζει τα μαγειρέματα με τα φτωχικά της εποχής: όσπρια και λαδερά, φασολάδες, γίγαντες, φακές, φασολάκια και βραστά αμπελοφάσουλα. Είχε όμως και την καλή τύχη να του έρχεται καθημερινά ολόφρεσκο ψάρι από τους πολλούς -τότε- Λαυριώτες ψαράδες. «Δεν υπήρχαν τότε καΐκια, μονάχα ψαρόβαρκες και πεζότρατες», λέει ο εγγονός Γιάννης Ρέρας που αφηγείται την πορεία του μαγαζιού του. Άφθονο το φρέσκο ψάρι, ακόμη πιο άφθονα τα χταπόδια που οι ψαράδες πωλούσαν σχεδόν τσάμπα, αν δε τα πέταγαν κιόλας. Οι ψαράδες ήταν και οι βασικοί θαμώνες της ταβέρνας: έφερναν το ψάρι, ο Γιάννης Ρέρας το έριχνε στο τηγάνι και στο φούρνο -μια βαριά μασίνα που έκαιγε ξύλο- και έβαζε το κρασί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 τον Κρίνο αναλαμβάνει ο γιος του, Χρήστος και συνεχίζει τα ίδια μαγειρέματα.
«Αγάπησε πολύ το μαγαζί ο πατέρας μου και, καθώς ήταν καλός και εξυπηρετικός άνθρωπος, τον αγάπησε και η πελατεία του», λέει ο σημερινός Γιάννης Ρέρας. Ακολουθεί όμως μια μεγάλη αλλαγή: την έως τότε φτώχεια του μεταπολεμικού Λαυρίου διαδέχεται μια περίοδος ξέφρενης ακμής που θυμίζει την πρώτη άνθηση της πόλης τον προηγούμενο αιώνα με την ίδρυση της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου από τον Serpieri. Η νέα άνθιση οφείλεται στην εγκατάσταση στο Λαύριο μεγάλων βιομηχανικών μονάδων που συγκεντρώνουν εργάτες από κάθε γωνιά της χώρας. Κυκλαδίτες (κυρίως Σαντορινιοί και από τη Μήλο), Καρδιτσιώτες, Τρικαλινοί, Βατικιώτες, Πομάκοι της Κομοτηνής, συρρέουν στο Λαύριο ως εργατικό δυναμικό. Μόνο ένα από τα εργοστάσια της πάλαι ποτέ κορυφαίας βιομηχανίας υφασμάτων «Αιγαίον», των γιων του Δημήτρη Καρέλλα, που άνοιξε το 1955 στο Λαύριο, απασχολεί πάνω από 2500 εργάτες. «Οι περισσότεροι ήταν “μπεκιάρηδες”, νέοι εργένηδες δηλαδή ή μεγαλύτεροι σε ηλικία εργάτες που όμως είχαν αφήσει τις οικογένειές τους πίσω στα χωριά τους και ζούσαν εδώ μονάχοι. Πού θα έτρωγαν όλοι αυτοί; Έρχονταν στα μαγειρεία για φαγητό», λέει ο Γιάννης Ρέρας. Εδώ έτρωγαν ιμάμ και φασολάκια, εδώ και φρέσκο ψάρι που, τότε, η αφθονία του το καθιστούσε φθηνό και προσιτό σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το κρέας πάντως εξακολουθούσε να είναι σπάνιο. Μόνο αν κανένας «βλάχος», όπως λένε ακόμη τους Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους στα Μεσόγεια, έσφαζε κανένα ζωντανό, το έφερνε στο μαγαζί και το αντάλλασσε με κρασί, ελαιόλαδο και αυγά.