Τα φώτα της Sala Grande έσβησαν, το 81ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας φώναξε τρεις φορές “Beetlejuice” και ο Σκαθαροζούμης επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη μετά από 36 χρόνια για να σηκώσει την αυλαία του ιστορικότερου σινε-event στον πλανήτη. Το “Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης”, διασκεδαστικότατο σίκουελ της ξεκαρδιστικά μακάβριας κωμωδίας του Τιμ Μπάρτον, ενθουσίασε το κοινό της φεστιβαλικής έναρξης, καθώς διέσωσε πολλά από τα εκκεντρικά τρικ που κάνουν διαχρονιά γοητευτικό το γκόθικ στιλ του Αμερικανού σκηνοθέτη. Όπως το μαύρο χιούμορ, το συγκινητικό ρομαντισμό, την αφηγηματική ταχύτητα, την groovy μουσική και την απολαυστική σινεφιλία (εδώ ο άλλος κόσμος ως “Εργαστήριο του Δόκτορα Καλιγκάρι”), θυμίζοντάς μας ένα λιγότερο πρωτότυπο φυσικά, αλλά πάντα παιχνιδιάρη Μπάρτον των 90s.
“Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης”
Επιστροφή στον παλιό καλό εαυτό του επιζητούσε και ο Αλέξανδρος Αβρανάς, ο οποίος πριν έντεκα χρόνια είχε φύγει απ’ αυτό το φεστιβάλ με το Αργυρό Λιοντάρι για τη σοκαριστική “Miss Violence”. Τα “Dark Crimes”, με τον Τζιμ Κάρεϊ (!), και “Love me not” που ακολούθησαν πέρασαν παντελώς απαρατήρητα, με τον 47χρονο Έλληνα δημιουργό να κάνει τώρα το come back του με μια ευρωπαϊκή συμπαραγωγή που γυρίστηκε στην Εσθονία. Το “Quiet Life”, το οποίο προβλήθηκε στα πλαίσια του παράλληλου προγράμματος των “Οριζόντων”, προσεγγίζει με τόλμη και αποτελεσματική κινηματογραφική ψυχρότητα το πολυδιάστατο σύνδρομο της “παιδικής παραίτησης”. Μέσα από την ιστορία μιας ρώσικης οικογένειας η οποία βλέπει την μικρότερή της κόρη να πέφτει σε κώμα όταν οι σουηδικές αρχές αρνούνται να της παραχωρήσουν άσυλο, ο Αβρανάς ανοίγει τον ορίζοντα αυτής της προσωπικής τραγωδίας σε μια ευρεία και πικρή κοινωνική κριτική, θέτοντας ερωτήματα πάνω στην αόρατη “θεσμική” βία και την ασφυξία των (ατομικών) ηθικών αξιών την οποία προκαλεί.
“Quiet Life”
Πως η φετινή Μπιενάλε ξεκίνησε με το δεξί επιβεβαίωσε και η “Maria”, μια ακόμα ιστορική βιογραφία του Πάμπλο Λαραΐν (“Νερούδα”, “Jackie”, “Spencer”) κι ένα μεγάλο ερμηνευτικό στοίχημα για την Αντζελίνα Τζολί. Περισσότερο ακαδημαϊκή στη φόρμα της από τα υπόλοιπα biopics του Χιλιανού σκηνοθέτη, η προσέγγιση στην προσωπικότητα της μεγαλύτερης ντίβας του λυρικού θεάτρου παραμένει ευρηματική και άκρως ενδιαφέρουσα, ισορροπώντας διαρκώς πάνω στα αντικειμενικά γεγονότα και την υποκειμενική ερμηνεία τους. Η έντονα φαταλιστική διάθεση συγκρούεται με το ιστορικά και πολιτικοκοινωνικά καθορισμένο περιβάλλον (οι δυο “υπηρέτες” – Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και Άλμπα Ρορβακερ – της αποτραβηγμένης σοπράνο δημιουργούν μια εξαιρετική αντίστιξη), η αντιπαράθεση ζωής και τέχνης είναι συντριπτική και ενώ η κάμερα του Λαραΐν δημιουργεί μια σουρεαλιστικά παραισθησιακή ατμόσφαιρα, η ερμηνεία της Τζολί ως Μαρία Κάλλας κάνει το ψυχογράφημα βαθύ, διεισδυτικό και ανθρώπινο. Να λοιπόν και η πρώτη υποψηφιότητα για ένα από τα βραβεία του επόμενου Σαββάτου, με ένα ρόλο ο οποίος μπορεί να φτάσει ακόμα ως και τις οσκαρικές διακρίσεις. Αν το επιτρέψει φυσικά το Netflix, το οποίο μόλις αγόρασε τα δικαιώματα της ταινίας και δεν έχει διευκρινήσει αν θα την προβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΠΗΓΗ