Η 18η Ιανουαρίου του 1915 σηματοδοτεί όχι μόνο την ημέρα γέννησης του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά και την ημέρα του θανάτου του 69 χρόνια αργότερα, το 1984. Η συμπτωματική σύμπτωση αυτών των δύο ημερομηνιών προσδίδει μια μυθιστορηματική αύρα στη ζωή του σπουδαίου μουσουργού, λες και η μοίρα τον ήθελε να συνδεθεί αιώνια με την τέχνη του.
Αυτή η μοιραία σύμπτωση δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που τροφοδοτεί το μυθιστορηματικό στοιχείο στη βιογραφία του Τσιτσάνη. Ο άνθρωπος που όρισε την ελληνική μουσική παράδοση και έφερε το ρεμπέτικο στο Χόλιγουντ, έζησε μια ζωή γεμάτη αντίξοες συνθήκες, σκληρή δουλειά και αστείρευτη δημιουργικότητα.
Στις 18 Ιανουαρίου, τιμούμε τη μνήμη του Βασίλη Τσιτσάνη, ενός εμβληματικού μουσουργού που σφράγισε με την τέχνη του την ιστορία της ελληνικής μουσικής. Η διπλή επέτειος, γέννησης και θανάτου, του “Πατριάρχη” του ρεμπέτικου, αποτελεί αφορμή για αναστοχασμό και αναγνώριση της αξεπέραστης προσφοράς του.
Το Κέντρο Έρευνας – Μουσείο Τσιτσάνη, που άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό, αποτελεί έναν σημαντικό φόρο τιμής στη μνήμη του. Εκεί, θα έχουμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε τον κόσμο του Τσιτσάνη, να γνωρίσουμε την ιστορία και την τέχνη του, και να νιώσουμε ακόμα πιο έντονα την αξεπέραστη του ακτινοβολία.
Ο Τσιτσάνης, σε μια εποχή δυσκολιών και ανέχειας, κατάφερε να συγκεντρώσει στις συνθέσεις του τις αγωνίες, τις πίκρες, τους πόθους και τις χαρές του λαού. Μετέτρεψε τα βιώματά του σε στίχους και μουσική που συγκινούν ακόμα και σήμερα, αποδεικνύοντας την άφθαρτη δύναμή της τέχνης του.
Η αυτοβιογραφική διάσταση στο έργο του Τσιτσάνη αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν. Τραγούδια όπως η “Συννεφιασμένη Κυριακή” αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες των βιωμάτων του, φωτίζοντας τις συνθήκες και τα συναισθήματα που διαμόρφωσαν την τέχνη του.
Η ιστορία για τη δημιουργία της “Συννεφιασμένης Κυριακής”, όπως την αφηγήθηκε ο Τσιτσάνης στον Γιώργο Λιάνη, είναι συγκλονιστική. Περιγράφει μια τραγική εμπειρία από την εποχή της Κατοχής, γεμάτη φόβο, θάνατο και απελπισία. Αυτά τα συναισθήματα μεταπλάστηκαν σε ένα από τα πιο διαχρονικά και συγκινητικά τραγούδια του ρεμπέτικου.
Ο Τσιτσάνης, παρά τις δυσκολίες και τις στερήσεις, επέλεξε να αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη. Πίστευε στην δύναμή της μουσικής να αγγίζει την ψυχή και να προσφέρει παρηγοριά στους ανθρώπους. Η κληρονομιά του συνεχίζει να ζει και να εμπνέει γενιές Ελλήνων, αποδεικνύοντας πως η αληθινή τέχνη δεν πεθαίνει ποτέ.
Γεννημένος στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες, ο Βασίλης Τσιτσάνης ήρθε στον κόσμο βυθισμένος στην μουσική. Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, έπαιζε μαντολίνο, συστήνοντας στον μικρό Βασίλη τον κόσμο των κλέφτικων τραγουδιών. Παράλληλα, οι βυζαντινές ψαλμωδίες στην εκκλησία διαμόρφωσαν τα μουσικά του ακούσματα.
Στα 11 του χρόνια, ο Τσιτσάνης χάνει τον πατέρα του. Κληρονομιά του, το μαντολίνο, που μεταμορφώνεται από ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι. Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα, ασχολείται παράλληλα με το βιολί, συμμετέχοντας σε τοπικές εκδηλώσεις.
Η καρδιά του, όμως, χτυπά για το μπουζούκι. Σε ηλικία 15 ετών, γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1936, αναχωρεί για την Αθήνα με στόχο τις νομικές σπουδές. Παράλληλα, εργάζεται σε ταβέρνες για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Εκεί, γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον οδηγεί σε δισκογραφική εταιρεία.
Το 1937, ηχογραφεί για πρώτη φορά. Ακολουθούν τα υπόλοιπα προπολεμικά του τραγούδια, με πιο γνωστό την “Αρχόντισσα”. Παράλληλα, εισάγει ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, απευθυνόμενο σε πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το περιορισμένο ακροατήριο του ρεμπέτικου.
Η Κατοχή τον βρίσκει στη Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργεί πλήθος τραγουδιών που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και η αθάνατη “Συννεφιασμένη Κυριακή” συνθέτουν μια από τις πιο δυνατές περιόδους της καριέρας του.
Το 1946, εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και επανέρχεται στις ηχογραφήσεις. Η δεκαετία 1945-1955 σηματοδοτεί την ακμή του. Συνεργάζεται με νέες φωνές, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, χαρακτηρίζοντας την εποχή με αριστουργήματα όπως **”Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”.
Η δεκαετία του ’50 σηματοδοτεί αλλαγές στο λαϊκό τραγούδι. Ξένες επιρροές, κυρίως αραβικές και ινδικές, κυριαρχούν. Ο Τσιτσάνης, χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος, προσπαθεί να προσαρμοστεί, διατηρώντας πάντα την αυθεντικότητά του.
Συνεχίζει να δημιουργεί σημαντικά τραγούδια, επηρεασμένος από τις νέες τάσεις, χωρίς να χάνει την οικεία του ταυτότητα. Ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας και ο ίδιος ερμηνεύουν με συγκλονιστικό τρόπο τα νέα του αριστουργήματα.
Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ο διπλός δίσκος “Χάραμα”, απόδοση κλασικών του τραγουδιών και αυτοσχεδιαστικών κομματιών στο μπουζούκι. Ο δίσκος αποσπά το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross στη Γαλλία.
Δυστυχώς, το 1984, ο κορυφαίος δημιουργός φεύγει από τη ζωή, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν, εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δουλεύε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Η συμβολή του ήταν αποφασιστική στη διαμόρφωση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Η μουσική του διατηρεί ακμάζουσα ζωή, συγκινώντας γενιές ακροατών και εμπνέοντας πλήθος καλλιτεχνών.