Την ψάξαμε από άκρη σε άκρη τη συνοικία του Πειραιά με το προσφυγικό παρελθόν. Τα γεμάτα ιστορίες στενά της μοσχοβολάνε αρμένικες λιχουδιές, κεμπάπ και πιροσκί, τηγανητά ψαράκια και ψημένο ταχίνι.
Κάθε φορά που στρίβω από το λιμάνι του Πειραιά προς τη Δραπετσώνα, το βλέμμα μου προσπερνάει τις έντονες πινακίδες, τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, τα κλειστά μαγαζιά. Σταματά για λίγο στα εγκαταλελειμμένα κτίρια — έχουν τη δική τους γοητεία. Η σκέψη μου πάει στην εποχή που οι ρεμπέτες έπαιζαν στους τεκέδες της περιοχής και έπνιγαν με τα τραγούδια τον καημό τους. Στη Δραπετσώνα θέριεψε το ρεμπέτικο, το μοναδικό αυτό μουσικό είδος που έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Στη γέφυρα του Παπαϊωάννου, πάνω από το λιμάνι, λένε πως, έπρεπε να πληρώσεις τους μάγκες του Πειραιά για να περάσεις στη μάντρα του Σαραντόπουλου και να ακούσεις την περίφημη «τετράδα του Πειραιά». Τραγουδούσε ο Τσιτσάνης: «Γιατί ρωτάτε να σας πω αφού σαν είναι πια γνωστό/ όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε / πίνουν οι μάγκες αργιλέ». Πιο πέριξ από τη Δραπετσώνα δεν υπάρχει. Περνώντας από τα ρημαγμένα προσφυγικά του Αγίου Φανουρίου σκέφτομαι τις παράγκες που έστησαν οι πρόσφυγες, όταν έφτασαν κατά χιλιάδες το 1922 στον Πειραιά και άλλαξαν για πάντα την ανθρωπογεωγραφία του. «Η Δραπετσώνα του 1922 ήταν μια φαβέλα, μια παραγκούπολη. Οι πρόσφυγες ζούσαν σε πλατείες, σε επιταγμένα κτίρια, στην Κρεμμυδαρού και στο Καστράκι, και από εκεί επεκτείνονταν σε όλη τη χερσόνησο», αναφέρει ο Νικόλας Ζώης στο άρθρο του στην Καθημερινή «Δραπετσώνα η πόλη που θέλει να ζήσει».
Η ζωή στη Δραπετσώνα ήταν δύσκολη. Η «μάχη της παράγκας» τον Νοέμβριο του 1960 ήταν ένα ακόμη πλήγμα στη ζωή των προσφύγων. Με εντολή της κυβέρνησης οργανώθηκε στρατιωτική επιχείρηση για να γκρεμιστεί η παραγκούπολη. Και που να πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; «Αλλά τότε θα βγουν μπροστά οι γυναίκες να προστατέψουν τα νοικοκυριά τους από το ρήμαγμα και τους άντρες τους από τη μανία των εισβολέων. Το μακελειό θα κρατήσει ώρες, μα στάθηκε αδύνατο να νικήσει το μπατσαριό τις λέαινες […] Και ξαφνικά μια βδομάδα μετά έσκασε η “Δραπετσώνα”, τραγούδι και σημαία των κατατρεγμένων της χώρας, με έναν τραγουδιστή που λίγοι είχαν ακουστά. Τα τζουκμπόξ στα ουζάδικα, στα καφενεία και στα σφαιριστήρια από το Πέραμα ως την Αγια – Σοφιά, τα Καμίνια και την Κοκκινιά θρηνούσαν με τη φωνή του: “Μ’ αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός / κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός”, να μιλάει για το σπίτι τους, για τη δική τους μαύρη μοίρα, “εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί”, για τη “Δραπετσώνα”», γράφει ο Διονύσης.
Δύο πόλοι δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα: Ανατολικά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονυσίου, όπου ήταν η κακόφημη περιοχή των Βούρλων και τα Χιώτικα με τους τεκέδες και τα πορνεία, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες Σμυρνιοί και Πόντιοι και εσωτερικοί μετανάστες από τα νησιά. Ανοίξανε διάφορα καταστήματα όπως ουζερί, καφενεία, κεμπαπτζίδικα, σουβλατζίδικα. Οι ντόπιοι πήγαιναν στον όρμο της Κρεμμυδαρούς για κολύμπι και για να βγάλουν αχινούς και χταπόδια και οι τράτες ψάρευαν τις καλύτερες σαρδέλες. Φώναζαν οι πλανόδιοι στις γειτονιές «σαρδέλες Κρεμμυδαρούς» και έτρεχαν οι νοικοκυρές να αγοράσουν, θυμούνται οι παλιοί. Δυτικότερα ήταν η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε ο μεγάλος όγκος των Ποντίων προσφύγων. Εκεί σχηματίστηκε ένας σχεδόν αμιγής ποντιακός συνοικισμός, με μπακάλικα, καφενεία, ταβέρνες και ουζάδικα, όπου κυριαρχούσε η ποντιακή λύρα. Παράλληλα, ιδρύθηκε η Ένωση Ποντίων, από τους πιο παλιούς συλλόγους στη χώρα. Το 1928, σύμφωνα με τον «Μέγα Οδηγό Πειραιώς», λειτουργούσαν στη Δραπετσώνα: 48 καφενεία, 45 φούρνοι, 14 οινομαγειρεία, 45 παντοπωλεία, 16 οινοπαντοπωλεία, 8 οινοπωλεία, 13 κρεοπωλεία, 1 γαλακτοπωλείο, 1 εστιατόριο, 1 ζαχαροπλαστείο, 1 ζυθεστιατόριο, και 2 οπωροπωλεία.