Ο Γιώργος Αλκαίος μίλησε για τον χωρισμό των γονιών του, τη γνωριμία με τη μητέρα του σε μεγάλη ηλικία και γενικότερα τα παιδικά του χρόνια, στην εμφάνισή του στην εκπομπή «Καλύτερα Αργά».
Ο τραγουδιστής ζούσε στην Αμερική, μέχρι που χώρισαν οι γονείς του και ο πατέρας του τον πήρε και γύρισαν πίσω στην Ελλάδα. Σε ηλικία 16 χρονών, γνώρισε τελικά τη μητέρα του.
«Τη μαμά μου τη γνώρισα μεγάλος, στα 16. Πήγα στο αεροδρόμιο κρατώντας μία ταμπέλα με το όνομά της, γιατί δεν ήξερε. Λέω: “Φαντάζεσαι να περάσει;”. Να ψαχνόμαστε μέσα στο αεροδρόμιο», εξομολογήθηκε ο Γιώργος Αλκαίος.
Σε ερώτηση για το αν έκανε καλά ο πατέρας του που τον πήρε και έφυγαν από την Αμερική, ο τραγουδιστής απάντησε: «Αυτό είναι μια ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου μέχρι τα 40 μου, εκεί το έλυσα. Μέχρι τα 40 μου έλεγα “αν είχε γίνει αυτό” και “αν είχε γίνει έτσι” και “αν είχα τελειώσει το κολέγιο στην Αμερική”. Δεν ξέρεις ποτέ, οπότε η αναρώτηση δεν ισχύει. Δεν πρέπει να αναρωτιέσαι για το παρελθόν, είναι ένα βουνό πίσω σου από πράγματα που έγιναν, ο μόνος λόγος για να ανατρέξεις σε αυτό είναι για να δεις πού έκανες λάθος».
Επίσης, περιέγραψε ότι εκείνη την περίοδο ήταν πολύ σπάνιο να χωρίζουν οι γονείς, κάτι που τον στοχοποίησε στο σχολείο. «Στο σχολείο πέρασα μία πολύ δύσκολη φάση, γιατί ήμουν το μόνο παιδί χωρισμένων γονιών. Ερχόταν η γιαγιά μου να με πάρει. Εννοείται ότι είχα παράπονο από τη μητέρα μου και της το ανέφερα. Έπρεπε να λύσω τις απορίες μου. Ο πατέρας μου έλεγε τη δική του πλευρά, ήθελα να ακούσω και την άλλη».
Συνεχίζοντας, είπε:«Το ρεζουμέ είναι ότι δύο άνθρωποι δεν τα βρήκανε. Υπήρχε και ένα παιδί στη μέση. Σήμερα θα ήταν διαφορετική η κατάσταση, τότε ήταν δύσκολο. Πήγα στην Αμερική, κρατήσαμε λίγη επαφή με τη μητέρα μου, μετά ήθελα λίγο να γίνω ανεξάρτητος. Δεν επικοινωνήσαμε για ένα διάστημα, ήθελα τον χρόνο μου».
Τέλος, ο Γιώργος Αλκαίος αναφέρθηκε στην επανασύνδεση με τη μητέρα του όταν πλέον έγινε γνωστός και πήγε για συναυλίες στην Αμερική: «Μετά την πρώτη 5ετία που έγινα γνωστός, έρχονται οι πρώτες συναυλίες στην Αμερική. Την παίρνω τηλέφωνο για να της πω ότι θα πάω. Της έκλεισα τα εισιτήρια για να έρθει με τον άντρα και τα παιδιά της. Όλη η ελληνική παροικία ήξερε την κατάσταση. Εκεί γνώρισα και τα αδέλφια μου. Η μάνα μου είχε τρία παιδιά, δεν μπορούσα να μπω εγώ στη ζωή της».