Μια ημέρα σαν σήμερα, τον Αύγουστο του 2005, έφυγε από τη ζωή η Βίκυ Μοσχολιού, μια από τις σημαντικότερες λαϊκές φωνές, έχοντας ζήσει μια δύσκολη αλλά και γεμάτη επιτυχίες ζωή.
«Δε θέλω να πεθάνω! Είναι όμορφη η ζωή. Κοίτα πόσο όμορφη είναι! Δε θέλω να τη χάσω… Να, όλο αυτό που περνάμε εδώ τώρα, θέλω να το ξαναζήσω! Και μετά, να μπορώ να δω τα παιδιά μου, τη μάνα μου, τα αδέλφια, τους φίλους μου. Δε θέλω να ‘μαι μέχρι εδώ. Θέλω να ζήσω και να τραγουδάω. Και να γελάμε».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στη Βίκυ Μοσχολιού. Τα είχε πει στη Σεμίνα Διγενή, κάπου ανάμεσα σε μαντινάδες και γέλια. Πάλευε ήδη με τον καρκίνο. Κάποιες φορές δυνατή, κάποιες φορές να λυγίζει από το φόβο. Όχι το φόβο του θανάτου. Τον φόβο πως δε θα προλάβαινε να ζήσει όλα αυτά που ήθελε.
Και δεν πρόλαβε. Μια ημέρα σαν σήμερα, περίπου ένα χρόνο μετά από εκείνο το κρητικό γλέντι στην Αργυρούπολη, η Βίκυ Μοσχολιου άφησε την τελευταία της πνοή.
«Κορδελιάστρα σε παπουτσάδικο»
Στις 23 Μαΐου 1943, μέσα στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, σε μια φτωχογειτονιά στον Κεραμεικό, στο κέντρο της Αθήνας, γεννήθηκε η Βίκυ Μοσχολιού. Προφανώς και δε χρειάζεται να αναφέρουμε το πόσο δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια της ζωή της.Unmute
Φτώχεια, ανέχεια, πείνα, φόβος, πόνος. Αλλά και ένα καταφύγιο. Η μουσική. Ο πατέρας της Βίκυς Μοσχολιού ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε τη μουσική. Ακόμα και μέσα σε εκείνα τα μαύρα χρόνια, για εκείνον η μουσική ήταν απαραίτητο «συστατικό» της καθημερινότητας.
Κάποια στιγμή η οικογένεια αναγκάζεται να μετακομίσει στην Αγία Βαρβάρα. Η μητέρα της Βίκυς έπασχε από φυματίωση και ο καθαρός αέρας που ερχόταν από το όρος Αιγάλεω έκανε καλό στην εύθραυστη υγεία της. Και σε εκείνη τη φτωχογειτονιά, ωστόσο, τον πρώτο «ρόλο» τον είχε η μουσική.
«Δέκα σπίτια όλα κι όλα τριγύρω. Ξέραμε και τις αναπνοές μας ακόμη. Βουνό, πεύκα, αμυγδαλιές, πηγάδια, ελευθερία, ξενοιασιά, τραγούδι μέρα και νύχτα ήταν η ζωή μου. Ψωμί μάς έφερναν τα γαϊδουράκια απ’ αλλού. Τραγουδούσε η ψυχή μου λαϊκά και πετούσα, από τα όνειρα που έκανα. Γλυκά μεσάνυχτα και δεν κοιμόταν κανείς. Ο πατέρας μου είχε το ωραιότερο γραμμόφωνο της γειτονιάς και πολλούς δίσκους. Πρώτα τραγούδια που αγάπησα το ”Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω” – είναι του Λουκά Νταράλα, του πατέρα του Γιώργου Νταλάρα – και το ”Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι” του Μάνου Χατζιδάκι. Στο γραμμόφωνο έβαζα το αυτί και άκουγα Στράτο (Παγιουμτζή), Μάρκο, Τσιτσάνη, Πέτρο Κυριακό. Τραγουδούσα στο λόφο και ακουγόταν στο τέρμα. […] Το ονειρευόμουνα να γίνω τραγουδίστρια. Ανέβαινα στην ταράτσα, έπαιρνα μια παλιά σωλήνα για μικρόφωνο και έκανα χειρονομίες» είχε πει το 1972 σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Επίκαιρα» και τον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη.
Το τραγούδι, ωστόσο, δεν μπορούσε να λύσει τα τεράστια οικονομικά προβλήματα. Μπορούσε να τα κάνει πιο «γλυκά» αλλά όχι να τα «εξαφανίσει». Κάπως έτσι, η Βίκυ Μοσχολιού αναγκάστηκε σε μικρή ηλικία να εγκαταλείψει το σχολείο προκειμένου να πιάσει δουλειά για να βοηθήσει στα οικονομικά της οικογένειας.
Η πρώτη της δουλειά ήταν ως βοηθός γαζωτή σε ένα τσαγκαράδικο. Η ίδια, βέβαια, σπάνια χρησιμοποιούσε τον συγκεκριμένο όρο. Πάντα, όταν αναφερόταν σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έλεγε πως ήταν «κορδελιάστρα σε παπουτσάδικο»!
Στην πραγματικότητα σε καμία δουλειά που έκανε δεν έμεινε πολύ καιρό. Όπως έλεγε η ίδια ήταν μικρή και… νοστιμούλα και όλο την πείραζαν οι άνδρες που δούλευαν εκεί και έτσι αυτή έφευγε και πήγαινε να δουλέψει αλλού.
Κάθε βράδυ, ωστόσο, παρά την κούραση μάζευε τις φίλες της και τους τραγουδούσε. Μέχρι που κάποια στιγμή, μια από τις φίλες της, της πρότεινε να πάνε μαζί να τραγουδήσουν στη ραδιοφωνική εκπομπή «Χαρούμενα Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη. Η Νανά Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Βογιατζής ήταν μερικοί μόνο από τους τραγουδιστές που είχαν «αποκαλυφθεί» μέσα από τη συγκεκριμένη εκπομπή
Η Βίκυ Μοσχολιού πήρε την άδεια του πατέρα της και πήγε. Τραγούδησε και αμέσως ξεχώρισε και αμέσως της έκαναν πρόταση να εμφανιστεί σε μουσικές παραστάσεις στο θέατρο «Διάνα». Ο πατέρας της αρνήθηκε. Εκείνη, όμως, έβλεπε σε όλο αυτό τη χρυσή ευκαιρία που έψαχνε για να ξεφύγει από τα τσαγκαράδικα. Τον παράκουσε και πήγε κρυφά. Όταν ο πατέρας της το έμαθε… «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»!
Το νερό, ωστόσο, είχε μπει στο αυλάκι. Πέρασε την πρώτη της οντισιόν στο θρυλικό κέντρο διασκέδασης «Τριάνα» αλλά από το άγχος δεν μπόρεσε να αποδώσει. Οι μουσικοί την έδιωξαν, ωστόσο, αυτός που τελικά την κράτησε ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που την άκουσε, κατάλαβε πως – παρά το άγχος – η μικρή είχε σπουδαία φωνή και έπεισε τον Βασίλη Χειλά, τον ιδιοκτήτη του κέντρου να την κρατήσει.
Λίγους μήνες μετά η, ενήλικη πλέον, Βίκυ Μοσχολιού, θα συναντήσει σε ένα λεωφορείο προς το Αιγάλεω τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ο μαέστρος δεν χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο. Έπαιρνε το λεωφορείο για να πηγαίνει στο σπίτι του. Δε θα του μιλήσει από ντροπή αλλά λίγο καιρό αργότερα θα το τολμήσει. Εκείνος θα την ακούσει, θα καταλάβει πως πρόκειται για ατόφιο ταλέντο και θα την πάρει στο μαγαζί που εμφανιζόταν μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη.