Η εξαγγελθείσα πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την «οριζόντια αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών από τους ίδιους τους πολίτες» εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα και την ουσιαστικότητα της. Για όποιον γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα, η αποστολή ερωτηματολογίων σε εκατομμύρια πολίτες φαντάζει περισσότερο ως μια επικοινωνιακή κίνηση παρά ως ένα αξιόπιστο εργαλείο πολιτικής.
Καταρχάς, η μαζική συλλογή απόψεων δεν διασφαλίζει την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Χωρίς μια σαφή και δομημένη μεθοδολογία, χωρίς αναλυτική επεξεργασία των δεδομένων και χωρίς ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης για την αξιοποίηση των ευρημάτων, η όλη διαδικασία κινδυνεύει να καταλήξει σε μια άχρηστη άσκηση επί χάρτου.
Επιπλέον, οι πολίτες όταν καλούνται να αξιολογήσουν υπηρεσίες, συχνά βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες ή σε μια γενικευμένη δυσαρέσκεια, παρά σε αντικειμενικά κριτήρια απόδοσης και αποτελεσματικότητας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλές εικόνες της πραγματικότητας και σε αποφάσεις που δεν βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα.
Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι πολίτες δεν διαθέτουν την εξειδίκευση για να αξιολογήσουν τεχνικά ή θεσμικά κρίσιμες λειτουργίες του δημοσίου, όπως η εσωτερική διοικητική οργάνωση, η διαχείριση των πόρων ή η εφαρμογή της νομοθεσίας. Τέτοιες αξιολογήσεις απαιτούν την εμπειρία και την γνώση ειδικών φορέων ελέγχου, με τη συμμετοχή των πολιτών να περιορίζεται σε έναν συμπληρωματικό ρόλο.
Αυτό που παρατηρείται είναι μια επαναλαμβανόμενη τακτική της κυβέρνησης να μεταθέτει την ευθύνη της θεσμικής και διοικητικής μεταρρύθμισης στους πολίτες. Η επίκληση της «ατομικής ευθύνης» επεκτείνεται πλέον και στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, μια προσέγγιση που θυμίζει τον τρόπο αντιμετώπισης κρίσεων όπως οι πυρκαγιές και οι φυσικές καταστροφές. Πρόκειται για μια προσπάθεια αποποίησης της ευθύνης του κράτους για τον εσωτερικό έλεγχο και τη βελτίωση των υπηρεσιών του.
Είναι επίσης πιθανό τα αποτελέσματα ενός τέτοιου ερωτηματολογίου να χρησιμοποιηθούν επιλεκτικά ή αποσπασματικά για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων, δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα της πραγματικής κατάστασης του δημοσίου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν υπό την πολιτική ηγεσία των υπουργών, οι οποίοι φέρουν την κύρια ευθύνη για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση των πολιτικών, την κατανομή των πόρων και την αποτελεσματική διοίκηση. Εάν μια υπηρεσία υπολειτουργεί, αυτό συχνά είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων ή παραλείψεων. Η λογοδοσία σε μια δημοκρατία πρέπει να αφορά πρωτίστως τους πολιτικούς προϊσταμένους και όχι μόνο τους δημοσίους υπαλλήλους.
Η ουσιαστική αξιολόγηση της πολιτικής ηγεσίας από τους πολίτες γίνεται στις κάλπες. Είναι πιο λογικό οι πολίτες να αξιολογήσουν τη γενικότερη πολιτική και όχι απλώς τους υπαλλήλους που λειτουργούν εντός ενός πλαισίου που τους επιβάλλεται.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η συμμετοχή των πολιτών στην αξιολόγηση είναι χρήσιμη όταν είναι στοχευμένη, μεθοδικά οργανωμένη και ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διοικητικής αξιολόγησης. Η προτεινόμενη «οριζόντια» αξιολόγηση στην Ελλάδα, με τη μαζική αποστολή ερωτηματολογίων χωρίς σαφές πλαίσιο, δεν βρίσκει άμεσο αντίστοιχο. Παραδείγματα από το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, τη Σουηδία και την Εσθονία δείχνουν ότι η συμμετοχή των πολιτών είναι πιο συγκεκριμένη, συνδυάζεται με άλλες μορφές αξιολόγησης και στοχεύει κυρίως στη βελτίωση της ποιότητας εξυπηρέτησης, όχι στην αντικατάσταση της ευθύνης της πολιτικής ηγεσίας.
Η εξαγγελθείσα πρωτοβουλία για οριζόντια αξιολόγηση από τους πολίτες φαίνεται περισσότερο ως ένα επικοινωνιακό τέχνασμα παρά ως ένα ουσιαστικό εργαλείο μεταρρύθμισης. Χωρίς θεσμικό βάθος, μεθοδολογική ακρίβεια και πραγματική πολιτική βούληση για λογοδοσία, τέτοιες πρωτοβουλίες δημιουργούν απλώς εντυπώσεις, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους στο απυρόβλητο και χρησιμοποιώντας τον πολίτη ως άλλοθι για μια κενή μεταρρυθμιστική ρητορική.