Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στη Σύρο και συγκεκριμένα στο Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου του 1905, ημέρα Τετάρτη. Οι γονείς του ήταν η Ελπίδα και ο Δομένικος Βαμβακάρης κι ο ίδιος ο πρωτότοκος γιός ανάμεσα σε έξι αδέρφια. Η οικογένειά του ήταν Καθολική ή Φραγκοσυριανή, γι’ αυτό κι ο ίδιος είχε το παρατσούκλι «Φράγκος». Η οικογένειά του ήταν φτωχή κι οι γονείς του έκαναν διάφορες δουλειές, όπως αργότερα κι ο ίδιος. Ο παππούς, Μάρκος έγραφε στίχους κι ο πατέρας έπαιζε μουσική κι από ‘κεί φαίνεται να πήρε το μικρόβιο. Ο πατέρας έπαιζε γκάιντα κι ο μικρός Μάρκος συνόδευε με κρουστά, για να μαζέψουν μερικά λεφτά.
Δώδεκα χρονών, έπειτα από μια μάλλον ασήμαντη παιδική αταξία που έκανε, νομίζοντας ότι τον αναζητούσε η αστυνομία, ο Μάρκος φτάνει στον Πειραιά (1917) και φιλοξενείται σε μια θεία του. Κάποια στιγμή, βρίσκεται ανάμεσα σε πατριώτες του Φραγκοσυριανούς και πιάνει αρχικά δουλειά μαζί τους ως γαιανθρακεργάτης, σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Δούλευε με τον τόνο και κέρδιζε είκοσι, σαράντα δραχμές μεροκάματο:Εκεί κάνει διάφορες δουλειές και αλητείες κι αργότερα γράφει τραγούδια γι’ αυτή την εποχή, για τη φτώχεια και τις δουλειές, που έκανε. Η μάνα του, που ήξερε ότι ήταν παιδί ζωηρό και ατίθασο, ανησυχεί δικαιολογημένα μην πάρει μεγαλύτερο κακό δρόμο. Ο κόσμος εκεί ήταν αλητεμένος βλέπετε Πειραιάς εδώ λιμάνι Παρά τις γκρίνιες και τη στενοχώρια των δικών του, ο Μάρκος γνωρίζει διάφορους τύπους και αρχίζει να κάνει τακτικά παρέα μαζί τους. Στη Ζέα η κλεψιά βούιζε.Κάποια στιγμή, ο Μάρκος παρατάει το κάρβουνο και πιάνει δουλειά ως φορτοεκφορτωτής (τι χαμάλης, χαμάλαρος!) στο τελωνείο, δίπλα σε κάτι γερούς άντρες, Αούτηδες, κάτι Μυκονιάτιδες, κάτι Σαντορινοί και κάτι Ασίντηδες. Στα Ταμπούρια, όχι μόνον μυήθηκε στη σκληρή ζωή του εργάτη στον Περαία, αλλά αγάπησε και παντρεύτηκε την πρώτη του παντρειά, έγινε αρκοολικός και στο χασίσι, μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα ξεμυαλίστηκε με το όργανο αυτό, το μπουζούκι.
Στα 18 του αρχίζει τη μαστούρα, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να συχνάζει σε τεκέδες κι αρχίζουν επίσης και πάρε δώσε με την αστυνομία. Αυτή την περίοδο παντρεύτηκε τη Μανιάτισσα Ζιγκοάλα, την πρώτη του γυναίκα, με της οποίας τον πατέρα δούλευε και την οποία, καθώς έλεγε, μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο. Ο έρωτας του Μάρκου με τη Ζιγκοάλα ήταν κεραυνοβόλος, αλλά η κατάληξη άσχημη, καθώς εκείνη τον απατούσε κατ’ εξακολούθηση. Για χάρη της έγραψε ένα σωρό τραγούδια, με αγαπημένο του, όπως λέει στην αυτοβιογραφία του την Άτακτη, τραγούδι που έγραψε μετά το χωρισμό του. Κάπου τότε πρωτοάκουσε το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι και τόσο πολύ του άρεσε, που ορκίστηκε ότι αν δε μάθει να παίζει, θα κόψει τα χέρια του εκείνη την εποχή δούλευε ως χασάπης. Ο ίδιος εχει πει μάλιστα: Αν και δούλευα τότες εκδορεύς στα σφαγεία του Πειραιώς, δεν πήγαινα για δουλειά, ούτε τίποτες. Τίποτες. Η δουλειά μου ήτανε μόνο το μπουζούκι και χασίσι. Και έκτοτε με ιχμαλώτισε το όργανο. Τίποτε άλλο δεν ήταν για μένα στον κόσμο.Μέσα σε έξι μήνες έμαθε να παίζει, χωρίς ποτέ να πάει σε δάσκαλο. Έμαθε στους τεκέδες και στους δρόμους, όπου είχε έρθει σ’ επαφή με ανθρώπους από διάφορα μέρη της Ελλάδας,καθώς και πρόσφυγες μέχρι το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια. Ο Μάρκος πρωτοέπαιξε μπουζούκι και το έβγαλε στην επιφάνεια, όπως παραδέχεται κι ο Παπαϊωάννου, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά πως αν δεν τους μάθαινε το μπουζούκι εκείνος δε θα ήξεραν αν ήταν όργανο ή ντουλάπα. Το 1933 ηχογραφεί για πρώτη φορά δίσκο με μπουζούκι, ο οποίος μάλιστα έχει μεγάλη επιτυχία κι ανοίγει το δρόμο και για τους επόμενους. Η περίοδος του 1933-1937 θεωρείται, για την ελληνική μουσική, η περίοδος του μπουζουκιού, με αρχηγό το Μάρκο. Το πρώτο τραγούδι που τραγούδησε ήταν το Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας . Ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος και για τον ίδιο να βγει σε πάλκο. Το 1934, με το Δελιά, το Μπάτη και τον Παγιουμτζή συγκροτούν την Τετράδα του Πειραίως και παίζανε τα βράδια στη μάντρα του Σαραντόπουλου. Εκεί έμειναν για έξι μήνες και μετά ο Μάρκος έφτιαξε ένα δικό του χώρο στα Άσπρα Χώματα, αλλά μετά από διαφωνίες με την αστυνομία, δεν κατάφερε να πάρει την άδεια κι έκλεισε. Τότε έφυγε κι επισκέφτηκε για πρώτη φορά, μετά από 20 χρόνια, τη Σύρο. Εκείνη την περίοδο γράφτηκε η Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του, για μια άγνωστη κοπέλα, που είδε στο μαγαζί που έπαιζε και τη σκεφτόταν όλο το βράδυ. Ούτε την ξέρει, ούτε κι εκείνη γνωρίζει πως το τραγούδι γράφτηκε για την ίδια.
Μετά δούλεψε στην Ανάσταση το 1934-35 κι εκεί λανσάρισε το τραγούδι Αντιλαλούν δυο φυλακές,όπως και το Κάντονε Σταύρο.
Και τα δυο είναι και πάλι αυτοβιογραφικά και βγαλμένα από τη ζωή είτε τη δική του, είτε πραγματικών ανθρώπων που ζούσαν γύρω του. Ο Μάρκος έχει κάνει φυλακή για 8 μήνες στην Παλιά Στρατώνα, γύρω στο 1930 και είχε πότε πότε συλλήψεις, ενώ μια φορά έφτασε και στα δικαστήρια. Όσο για το Κάντονε Σταύρο, ο Μάρκος πήγαινε συνέχεια στους τεκέδες, για να καπνίσει χασίς κι έγραψε αρκετά τραγούδια του τεκέ και της μαστούρας. Το συγκεκριμένο φαίνεταιν’ αναφέρεται σε ναργιλέ. Τότε περίπου, καθώς η φήμη του μεγάλωνε, οι ηχογραφήσεις συνεχίζονταν και ο ίδιος ήταν περιζήτητος, μαθαίνει τα καμώματα της γυναίκας του και τη χωρίζει. Το 1942 ξαναπαντρεύτηκε τη Βαγγελιώ με ορθόδοξο γάμο κι απέκτησαν τρία αγόρια.
Ο Μάρκος παρακολουθούσε ειδήσεις και πολιτικές εξελίξεις και συχνά σχολίαζε με τα τραγούδια του. Λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά, μόλις μερικούς μήνες, γράφει το Οι πρωθυπουργοί, με αφορμή τα τρέχοντα γεγονότα και για λίγο γλιτώνει τη λογοκρισία, που έφερε το καθεστώς του Μεταξά, που ακολούθησε. Στον πόλεμο γράφει τραγούδια σχετικά, όπως Ο αγύμναστος, Αν φύγουμε σε πόλεμο, Μουσολίνι άλλαξε γνώμη με το Χατζηχρήστο κ.α. κατά τη διάρκεια του πολέμου ο κόσμος δε συχνάζει σε μουσικά κέντρα κι ο Μάρκος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιοπορισμού. Γυρίζει όλη την Ελλάδα για το μεροκάματο. Μετά τον πόλεμο ηχογραφεί και παίζει συνέχεια και μέχρι το 1951 θεωρείται «ο αρχηγός της παρέας των ρεμπετών», αν και ο Τσιτσάνης μεσουρανούσε τότε. Διέκοψε λόγω προβλημάτων υγείας και μέχρι το 1959 απουσιάζει από τα πάλκα και περιοδεύει στην επαρχία και σε πανηγύρια, καθώς θεωρείται ξεπερασμένος. Το ’59 ο Τσιτσάνης τον καλεί για να ηχογραφήσουν τραγούδια του με φωνές άλλων, π.χ. του Μπιθικώτση, Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ κ.α. Μεταξύ αυτών των τραγουδιών είναι και Τα ματόκλαδά σου λάμπουν και το Απελπίστηκα, που έγραψε όταν κάποιο βράδυ τον περιγέλασαν και τον έδιωξαν από ένα κέντρο, για ν’ ακούσουν τζουκ μποξ. Στις 8 Φεβρουαρίου 1972 ο Μάρκος πεθαίνει καταξιωμένος και πάλι, σε μια δεύτερη ευκαιρία, μετά τη δύσκολη δεκαετία του ’50. Αναγνωρίζουμε σήμερα στο Μάρκο Βαμβακάρη την πρωτοπορία στην εισαγωγή του μπουζουκιού στην ελληνική λαϊκή μουσική. Ένα όργανο παραμελημένο, που με θάρρος και πάθος ανέδειξε σε πολύ δημοφιλές κι αγαπημένο. Η συμβολή του Μάρκου, βέβαια είναι πέρα απ’ αυτό, καθώς μας άφησε κι ένα πλούσιο υλικό με πληροφορίες για την καθημερινή ζωή του φτωχού λαού, των προσφύγων, των τεκέδων, των ερωτικών ιστοριών κλπ.