Παρόλο που ο Μάνος Χατζιδάκις δεν άφησε ποτέ γραπτή αυτοβιογραφία, η ζωή και το έργο του αφηγούνται μια αληθινή ιστορία γεμάτη δημιουργικότητα, αντισυμβατικότητα και διαχρονική κληρονομιά.
Γεννημένος στην Ξάνθη το 1925, ο Χατζιδάκις ήρθε σε επαφή με τη μουσική από μικρή ηλικία, ξεκινώντας μαθήματα πιάνου στα 4 του χρόνια. Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από οικογενειακές αναταραχές, με το χωρισμό των γονιών του και τον τραγικό θάνατο του πατέρα του σε αεροπορικό δυστύχημα.Παρά τις δυσκολίες, ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη μουσική. Ξεκίνησε σπουδές με τον Μενέλαο Παλλάντιο, ενώ παράλληλα σύχναζε σε λογοτεχνικούς κύκλους, χτίζοντας φιλίες με σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Γκάτσος.
Η Κατοχή άφησε το στίγμα της στον Χατζιδάκι, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Μετά τον πόλεμο, η καριέρα του εκτοξεύτηκε. Συνέθεσε μουσική για θέατρο, κινηματογράφο και χορό, κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση και φέρνοντας επανάσταση στο ελληνικό μουσικό τοπίο.Πρωτοπόρος και αντισυμβατικός, ο Χατζιδάκις δεν δίσταζε να αμφισβητήσει τα κατεστημένα. Η μουσική του, γεμάτη μελωδικότητα και ποιητικότητα, συνδύαζε στοιχεία από την ελληνική παράδοση με δυτικές επιρροές, δημιουργώντας ένα μοναδικό και διαχρονικό ύφος. Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως η Μαρία Φαραντούρη, η Τζίνα Μερκούρη και ο Νίκος Κούρκουλος, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του στην ελληνική τέχνη.
Πέρα από τη μουσική, ο Χατζιδάκις ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, αφήνοντας το στίγμα του σε κάθε καλλιτεχνικό τομέα που άγγιξε.Η ζωή του Χατζιδάκι έσβησε το 1994, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο και πολυσχιδές έργο. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή, εμπνέοντας και συγκινώντας νέες γενιές ακροατών και καλλιτεχνών.Αν και ο Χατζιδάκις δεν άφησε γραπτή αυτοβιογραφία, η μουσική και το έργο του αφηγούνται μια ιστορία γεμάτη πάθος, δημιουργικότητα και διαχρονική αξία. Μια ιστορία που αξίζει να γνωρίσουμε και να τιμούμε, 30 χρόνια μετά την απουσία του.
Η πρώτη φορά που ο Μάνος Χατζιδάκις άφησε το στίγμα του στον κόσμο της μουσικής ήταν το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Συμμετείχε ως συνθέτης στην κωμωδία “Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού, η οποία ανέβηκε από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης “Κάρολος Κουν”. Αυτή η παράσταση σηματοδότησε την έναρξη μίας άκρως παραγωγικής συνεργασίας του Χατζιδάκι με το Θέατρο Τέχνης, η οποία διήρκεσε περίπου 15 χρόνια. Εκτός από τη σύνθεση μουσικής για θεατρικές παραστάσεις, ο Χατζιδάκις ασχολήθηκε και με την υποκριτική, λαμβάνοντας μαθήματα στη δραματική σχολή του θεάτρου.
Ωστόσο, ο Κάρολος Κουν, διακρίνοντας το ταλέντο του Χατζιδάκι στη μουσική, τον προέτρεψε να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτήν.Παράλληλα με το θέατρο, ο Χατζιδάκις άφησε το στίγμα του και στον κινηματογράφο. Το 1946, η μουσική του για την ταινία “Αδούλωτοι Σκλάβοι” του Βίων Παπαμιχάλη, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, αποτέλεσε την πρώτη του κινηματογραφική εργασία.Αξίζει να σημειωθεί η σημαντική συμβολή του Χατζιδάκι στην αναγνώριση και την αξιολόγηση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το 1949, σε ηλικία 23 ετών, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης “Κάρολος Κουν” μια διάσημη διάλεξη με θέμα το ρεμπέτικο, στην οποία το συνέδεσε με την νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά και του απέδωσε ευρωπαϊκές αξίες. Αυτή η διάλεξη ακολούθησε από μια συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, σηματοδοτώντας την έναρξη μίας νέας εποχής για την αναγνώριση και την αποδοχή του ρεμπέτικου.
Εκτός από το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Χατζιδάκις άφησε το στίγμα του και στον χώρο του χορού. Το 1950 έγινε ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα δικής του σύνθεσης.Παράλληλα, η δεκαετία του ’50 σημαδεύτηκε από την ενασχόλησή του με το αρχαίο δράμα. Συνέθεσε μουσική για τραγωδίες και κωμωδίες, όπως η “Μήδεια”, ο “Κύκλωψ”, οι “Βάκχες”, οι “Εκκλησιάζουσες”, η “Λυσιστράτη” και οι “Όρνιθες”.Αξίζει να αναφέρουμε και μερικά από τα σημαντικά μουσικά έργα που δημιούργησε ο Χατζιδάκις εκείνη την περίοδο, όπως τα πιανιστικά “Για μια μικρή λευκή αχιβάδα” και “Ιονική σουίτα”, καθώς και τον κύκλο τραγουδιών “Ο Κύκλος του C.N.S.”.
Η δεκαετία του 1960 σηματοδότησε μια περίοδο εκρηκτικής δημιουργικότητας και διεθνούς αναγνώρισης για τον Μάνο Χατζιδάκι. Η μουσική του γνώρισε άνθηση, αγγίζοντας όλα τα είδη, από το θέατρο και τον κινηματογράφο έως το ελαφρό τραγούδι και την κλασική μουσική.Ο Χατζιδάκις συνέθεσε ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, χαρίζοντας μουσική σε ταινίες που έγιναν κλασικές, όπως η “Στέλλα” (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” (1955) του Αλέκου Σακελάριου και “Ο δράκος” (1956) του Νίκου Κούνδουρου.
Η δεκαετία σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες διακρίσεις. Το 1959 κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού για το “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου”, ενώ το 1960 απέσπασε δύο πρώτα βραβεία στο ίδιο φεστιβάλ (“Κυπαρισσάκι” και “Τιμωρία”). Την ίδια χρονιά, η μουσική του για το “Ποτάμι” του Νίκου Κούνδουρου βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.Το 1961 ήρθε η κορυφαία στιγμή: το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για “Τα παιδιά του Πειραιά”.
Η βράβευση με Όσκαρ έφερε στον Χατζιδάκι παγκόσμια φήμη. Αν και αρχικά προσπάθησε να διαχειριστεί την προβολή, τελικά αποφάσισε να την αποφύγει, επιθυμώντας να διατηρήσει αυθεντική τη σχέση του με το κοινό.”Τα παιδιά του Πειραιά” έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, 15 χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού.
Εκτός από τις βραβευμένες συνθέσεις, η δεκαετία του ’60 είδε τον Χατζιδάκι να πειραματίζεται και να καινοτομεί.Το 1962 ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία παρουσίασε έργα Ελλήνων συνθετών. Συνεργάστηκε με τον Μωρίς Μπεζάρ, με τα “Όρνιθες” να ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά από τα αριστουργήματα αυτής της περιόδου είναι η μουσική για τον “Κύκλο με την κιμωλία” του Μπρεχτ (1956), την “Μήδεια” του Ευριπίδη (1958), το “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959), η σπονδυλωτή παράσταση “Οδός ονείρων” (1962) και “Το χαμόγελο της Τζοκόντας” (1962).Η δεκαετία του ’60 άφησε το στίγμα της στην καριέρα του Χατζιδάκι, καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους πιο σημαντικούς και αναγνωρίσιμους Έλληνες καλλιτέχνες διεθνώς. Η αστείρευτη δημιουργικότητά του, η πρωτοποριακή του ματιά και η διαχρονικότητα του έργου του συνεχίζουν να εμπνέουν και να γοητεύουν το κοινό μέχρι και σήμερα.
Η Νέα Υόρκη και η Αμερικανική Περίοδος (1966-1972)
Η εγκατάσταση του Μάνου Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη το 1966 σηματοδότησε μια νέα φάση στη ζωή και το έργο του. Η έμπνευση από το αμερικανικό μουσικό τοπίο, οι συνεργασίες με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες και η καλλιτεχνική του ωρίμανση γέννησαν μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα του.
Η παραμονή του στην Αμερική διήρκεσε έξι χρόνια (1966-1972). Η αφορμή για την εγκατάστασή του ήταν η συμμετοχή του στο μιούζικαλ “Ίλια Ντάρλινγκ” στο Μπρόντγουεϊ, βασισμένο στην ταινία “Ποτέ την Κυριακή”. Εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με πλήθος καλλιτεχνών, όπως η Γκρέις Σλικ των Jefferson Airplane.Η Νέα Υόρκη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Χατζιδάκι, ο οποίος ήρθε σε επαφή με την αμερικανική ποπ και ροκ μουσική.
Το 1965 ηχογράφησε το “Χαμόγελο της Τζοκόντας” με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς. Το 1970 κυκλοφόρησε το “Reflections”, ένα άλμπουμ με τραγούδια σε αγγλικούς στίχους, σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.Παράλληλα, διατηρούσε τη συνεργασία του με τα “Μπαλέτα του 20ού Αιώνα” στις Βρυξέλλες.Συνέθεσε μουσική για ταινίες, όπως τα “Βρόμικα παλικάρια” (1968) και “Αμοργός” (1970).Το “Αμοργός”, μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου, έμεινε ημιτελές.
Η αμερικανική περίοδος άφησε το στίγμα της στο έργο του Χατζιδάκι.Ενσωμάτωσε νέες μουσικές τάσεις και πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη.Διατήρησε όμως πάντα την προσωπική του φωνή και τον ελληνικό του χαρακτήρα.Η Νέα Υόρκη αποτέλεσε για τον Χατζιδάκι μια περίοδο δημιουργικής άνθησης και καλλιτεχνικής ωρίμανσης. Εκεί γέννησε μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα του, επηρεασμένος από το αμερικανικό μουσικό τοπίο, αφήνοντας το δικό του μοναδικό αποτύπωμα στην παγκόσμια μουσική σκηνή.
Τον Ιούλιο του 1972 επέστρεψε στην Αθήνα. Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και η έναρξή της σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός» μεταξύ 16 Σεπτεμβρίου και 28 Νοεμβρίου 1972, στα στούντιο της Κολούμπια (Columbia) στον Περισσό, με ερμηνευτές τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό και χορωδία με διευθύντρια την Έλλη Νικολαίδη. Το 1973 ίδρυσε και χρηματοδότησε το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπον» με το οποίο επεδίωξε «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία».Το εγχείρημα κατέληξε σε οικονομική αποτυχία.
Το διάστημα 1975-1982 συμπίπτει με αυτό που ο Χατζιδάκις σκωπτικά αποκαλούσε «υπαλληλική περίοδο» της ζωής του. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα και αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η λαμπρή θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ελληνική ραδιοφωνία για την υψηλή ποιότητα και την ποικιλία των εκπομπών, αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
Για τέσσερα καλοκαίρια (1978-1981) ο Μάνος Χατζιδάκις καθιέρωσε τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια, μια συνεργασία του Τρίτου με τον Δήμο Ανωγείων και τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης. Στις Μουσικές Γιορτές γίνονταν διαγωνισμοί λύρας, τραγουδιού και χορού, προβολές ταινιών και συναυλίες. Τον Αύγουστο του 1979 διοργανώθηκε στα Ανώγεια το συνέδριο «Συνάντηση και διάλογος για τη σημασία μιας λαϊκής παράδοσης στον καιρό μας» στο οποίο συμμετείχαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι. Το 1980 και το 1981 το Τρίτο Πρόγραμμα διοργάνωσε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα πολυήμερο καλλιτεχνικό φεστιβάλ για την ανάδειξη παλαιών και νέων ρευμάτων στη μουσική, στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο.
Το φθινόπωρο του 1981 και του 1982 διοργάνωσε επίσης τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς. Το 1985 ο Χατζιδάκις εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο (1985-1986), το οποίο κατέγραφε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα, συχνά μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Κράτησε τη διεύθυνση για τα πρώτα 11 τεύχη και αποχώρησε. Το 1985 επίσης δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσίασε επιλεγμένα μουσικά έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) της Πλάκας.
Το 1989, ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο Αργεντινό συνθέτη Άστορ Πιατσόλα, ο Χατζιδάκις έδωσε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Ηρώδειο.[23] Η συναυλία θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα που διήρκεσε δύο χρόνια και έφυγε από τη ζωή το 1992.[23] Ο Χατζιδάκις διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων μέχρι το 1993, δίνοντας συνολικά 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.
Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργάνωσε τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας» οι οποίοι δεν συνεχίστηκαν για δεύτερη χρονιά. Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό για το τέλος της Κατοχής, την Απελευθέρωση και το προανάκρουσμα του Εμφυλίου, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), η άτυχη μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982), σε δική του σκηνοθεσία, «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η «Σκοτεινή μητέρα» (1986) και «Τα τραγούδια της αμαρτίας» (1996) τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο δύο χρόνια μετά το θάνατό του.
Εκτός από την αδιαμφισβήτητη μουσική του ιδιοφυΐα, ο Μάνος Χατζιδάκις άφησε το στίγμα του και στον λογοτεχνικό κόσμο, γράφοντας και εκδίδοντας διάφορα έργα.
Ποιητικές Συλλογές Μυθολογία: Η πρώτη του ποιητική συλλογή, εκδόθηκε το 1958. Μυθολογία Δεύτερη: Η δεύτερη και τελευταία του ποιητική συλλογή, εκδόθηκε το 1962.
Τα Σχόλια του Τρίτου: Μια συλλογή από τα σχόλιά του που προβλήθηκαν στο Τρίτο Ραδιοφωνικό Πρόγραμμα της ΕΡΤ, εκδόθηκε το 1972.
Συνεντεύξεις και Άρθρα
Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι Μια συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα του, εκδόθηκε το 1975. Παρόλο που ο Χατζιδάκις δεν έγραψε ποτέ ένα αμιγώς θεωρητικό έργο, οι απόψεις του για τη μουσική, την τέχνη και τον δημόσιο βίο εκφράζονται με σαφήνεια και οξυδέρκεια σε διάφορα κείμενά του. Αυτά περιλαμβάνουν:
Συνεντεύξεις Ο Χατζιδάκις παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις σε διάφορα μέσα, προσφέροντας πολύτιμες Einblicke στις σκέψεις και τις ιδεολογίες του.Άρθρα: Ο Χατζιδάκις δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, εκφράζοντας τις απόψεις του για τρέχοντα ζητήματα και σχολιάζοντας την καλλιτεχνική σκηνή.Ραδιοφωνικές Εκπομπές: Στις ραδιοφωνικές του εκπομπές, ο Χατζιδάκις μοιραζόταν τις σκέψεις του για τη μουσική, την τέχνη και τη ζωή με το ευρύ κοινό.Διαλέξεις: Ο Χατζιδάκις προσκλήθηκε να δώσει διαλέξεις σε διάφορα ιδρύματα, όπου μιλούσε για την τέχνη και τον πολιτισμό.Δηλώσεις και Σχόλια: Ο Χατζιδάκις ήταν γνωστός για τις εύστοχες και καυστικές του δηλώσεις και σχόλια, τα οποία συχνά πυροδοτούσαν συζητήσεις και προβληματισμό. Συνολικά, το λογοτεχνικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι αποτελεί μια πολύτιμη προσθήκη στην κληρονομιά του. Προσφέρει στους αναγνώστες μια βαθύτερη κατανόηση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων του, ενώ παράλληλα ρίχνει φως στην εποχή του και στους προβληματισμούς της.
Η Σύνδεση του Λαϊκού με το Λόγιο στη Μουσική του Μάνου Χατζιδάκι
Ο Μάνος Χατζιδάκις διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο στοιχείο στη μουσική, υιοθετώντας μια πρωτοποριακή προσέγγιση που ξεπέρασε τα όρια της ηθογραφικής θεώρησης του δημοτικού τραγουδιού. Ας δούμε πώς το πέτυχε
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους συνθέτες, ο Χατζιδάκις δεν αντιμετώπισε το λαϊκό μουσικό υλικό με μια ρομαντική ή νοσταλγική ματιά. Αντ’ αυτού, το ενσωμάτωσε σε ένα σύγχρονο μουσικό πλαίσιο, διατηρώντας την αυθεντικότητά του, αλλά ταυτόχρονα υιοθετώντας μια πιο ελεύθερη και δημιουργική προσέγγιση.Ο Χατζιδάκις δεν δίστασε να αξιοποιήσει και στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού που θεωρούνταν “απορριπτέα” από την τότε κοινωνία. Ένταξε στο έργο του στοιχεία ρεμπέτικου, καφενείου και άλλων “λαϊκών” μουσικών ειδών, δίνοντάς τους μια νέα πνοή και αναδεικνύοντας την καλλιτεχνική τους αξία. Παρότι ο Χατζιδάκις υιοθέτησε μια ριζοσπαστική προσέγγιση, η μουσική του φέρει σαφές το αποτύπωμα της γενιάς του ’30. Συνδέεται ιδεολογικά με τους εκπροσώπους της και υιοθετεί στοιχεία της αισθητικής και της προβληματικής τους.Η στροφή προς το λαϊκό δεν ήταν αποκλειστικό επίτευγμα του Χατζιδάκι. Συνθέτες όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης ακολούθησαν παράλληλη πορεία, συμβάλλοντας στη δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Μαζί, δημιούργησαν ένα ισχυρό κίνημα που ανανέωσε το ελληνικό μουσικό τοπίο.
Η στάση του απέναντι στο λαϊκό
Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο ο Χατζιδάκις διατήρησε μια θεωρητική αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποίησε σαφώς από τον Θεοδωράκη: διατήρησε πάντα τη συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσέγγισε τον όρο «λαϊκός» με αυστηρότητα, αποδίδοντάς του μια σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδήγησε να αναζητήσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο για τη μουσική του και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορούσε για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκηρύσσει μεγάλο μέρος του «λαϊκότροπου» έργου του –γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο– για τον ίδιο λόγο. Ανέφερε χαρακτηριστικά για τη μεγάλη επιτυχία του Ποτέ την Κυριακή: Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα.
Το τραγούδι
Ο Χατζιδάκις επεδίωκε μια μουσική ζωντανή που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης Για τον λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασικής μουσικής,και επέλεξε απ’ την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι ως μια έκφραση τέχνης» «Πιστεύω», έγραφε ο Χατζιδάκις, «στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.». Το τραγούδι κατά τον Μάνο Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Τον στόχο αυτό θεώρησε ότι τον πέτυχε για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965) σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με τη γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία. Όπως όρισε ο ίδιος, στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτορεπόρτερ.
Σαν χθες μοιάζει η 15η Ιουνίου του 1994, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις άφησε το επίγειο βασίλειο. 30 χρόνια έχουν περάσει από τότε, γεμάτα με ραγδαίες αλλαγές στον κόσμο, στην Ελλάδα, αλλά και στον πολιτισμό μας. Και όμως, η απουσία του Χατζιδάκι γίνεται ακόμα πιο αισθητή, η φωνή του ακόμα πιο ηχηρή. Σε μια εποχή γεμάτη κρίσεις, ανατροπές και θολώματα, η διαχρονικότητα και η οξυδέρκεια του έργου του μοιάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ.
Η επέτειος του θανάτου του, που φέτος συμπίπτει και με τα 50 χρόνια από την Μεταπολίτευση, αποτέλεσε αφορμή για το ένθετο των “Νησίδων” να αφιερωθεί στον Χατζιδάκι.Στόχος δεν ήταν ένα μνημόσυνο, μια τελετή μνήμης που υποδηλώνει τελειωμένο κύκλο. Αντίθετα, η ματιά στράφηκε στην ουσία του έργου του, μέσα από την οπτική γωνία φίλων, συνεργατών και μελετητών του.
Χωρίς το βάρος του πένθους, με την απαραίτητη χρονική απόσταση, ίσως μπορούμε πλέον να εκτιμήσουμε σε βάθος την κληρονομιά του.Ο Χατζιδάκις δεν ήταν απλά ένας μουσικοσυνθέτης. Ήταν ένας οραματιστής, ένας διανοητής, ένας κριτικός της εποχής του.Η μουσική του, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον λόγο, αγγίζει θέματα αιώνια, αγγίζει την ψυχή του ανθρώπου.Η στάση του απέναντι στην τέχνη, στην πολιτική, στην κοινωνία, παραμένει επίκαιρη και προκλητική ακόμα και σήμερα.
Στα 30 χρόνια απουσίας του, η φωνή του Χατζιδάκι εξακολουθεί να αντηχεί δυνατά.Μας καλεί να σκεφτούμε, να νιώσουμε, να αμφισβητήσουμε.Μας υπενθυμίζει τη δύναμη της τέχνης, την αξία της κριτικής σκέψης, την αγάπη για την ομορφιά. Είναι χρέος μας να διατηρήσουμε ζωντανή την κληρονομιά του, όχι μόνο με λόγια τιμής, αλλά και με πράξεις. Να ακούμε την μουσική του, να διαβάζουμε τα κείμενά του, να υιοθετούμε το πνεύμα του ανήσυχου δημιουργού.
Ο Μάνος Χατζιδάκις μπορεί να έφυγε, αλλά η φωνή του θα συνεχίσει να ακούγεται.Μια φωνή διαχρονική, μια φωνή απαραίτητη.
Artemissia Με πληροφορίες απο την el.wikipedia.org