Για το έπος του 1940 έχει γραφτεί ένας μεγάλος αριθμός τραγουδιών, κάθε είδους, τόσο κατά την περίοδο των γεγονότων, όσο και κατοπινά.
Μια περιδιάβαση στη μουσική παραγωγή τότε, αναδεικνύει πληθώρα συνθέσεων με αναφορά σε κείνα τα ηρωικά χρόνια, που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης σε περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς δημιουργούς. Αν και το τραγούδισμα της ένδοξης εποποιίας του ελληνοϊταλικού πολέμου έχει συνδεθεί, σχεδόν αποκλειστικά, με έναν συγκεκριμένο αριθμό επιθεωρησιακών, κυρίως, τραγουδιών, που έχουν καταστεί διαχρονικά με την μεγάλη φωνή της «Τραγουδίστριας της Νίκης» και ακούγονται κάθε χρόνο ετούτες τις ημέρες, μολονότι υπάρχουν πολλά ακόμη με αντίστοιχη θεματολογία. Ετούτα, τα οιονεί εθνικά εμβατήρια της Σοφίας Βέμπο, αποτελούν κυρίως παρωδίες άλλων τραγουδιών, με τα λόγια προσαρμοσμένα στις μεγάλες εκείνες στιγμές, στοχεύοντας στον πλήρη εξευτελισμό και την απαξίωση του αντιπάλου, παράλληλα με την εξύμνηση των νικών και την εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων.
Μπουζούκια και πολυβόλα
Εκείνο που παραμένει λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, είναι η ύπαρξη ρεμπέτικων τραγουδιών με τα θέματά τους παρμένα από τα γεγονότα του πολέμου 1940-1941. Οι παραγκωνισμένοι και διωκόμενοι, «χασικλήδες» ρεμπέτες τις προπολεμικής περιόδου, διέθεταν ικανό αισθητήριο, ώστε να αφουγκράζονται τα αιτήματα εκείνων των ιστορικών στιγμών. Διακρίνονταν από έντονη φιλοπατρία, παρά την αντίθεσή τους με την κρατική εξουσία και τις διώξεις που υφίσταντο. Για αυτό και συνέθεσαν ένα πολυάριθμο σύνολο, περίπου πενήντα τραγουδιών, στα οποία περιγράφονται με διάφορους τρόπους, τα σημαδιακά για τη χώρα μας γεγονότα. (Κάτι ανάλογο συμβαίνει για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο). Κορυφαίοι συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές της εποχής, συμπράττουν σε τούτη την προσπάθεια, μαζί με λιγότερο γνωστά ονόματα, ή καλλιτέχνες από διαφορετικούς μουσικούς χώρους. (Μ. Βαμβακάρης, Α. Χατζηχρήστος, Π. Τούντας, Σπ. Περιστέρης, Στ. Χρυσίνης, Δ. Γκόγκος- Μπαγιαντέρας, Δ. Περδικόπουλος, Στ. Κερομύτης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μ. Μάτσας, Χ. Βασιλειάδης, Γ. Φωτίδας, Κ. Κοφινιώτης, Στ. Περπινιάδης, Γ. Παπασιδέρης κ.α.). Ορισμένα από ετούτα τα ρεμπέτικα (περίπου 10), αποτελούν παρωδίες άλλων, ήδη γραμμοφωνημένων τραγουδιών και αντιμετωπίζουν τον εχθρό με ειρωνεία, χιούμορ και απαξίωση, όπως και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, δίχως να απουσιάζουν ανάλογοι τρόποι γραφής και στα υπόλοιπα. Όμως, εκτός από τις, ευτράπελης διάθεσης, συνθέσεις, υπάρχουν και άλλες που περιγράφουν την σοβαρότητα της κατάστασης, με την αναχώρηση για το μέτωπο, τους αποχωρισμούς, τις δύσκολες συνθήκες του πολέμου και την εκπλήρωση του χρέους προς την πατρίδα, με εκφάνσεις έντονης φιλοπατρίας που δεν συναντούμε σε άλλα τραγούδια του είδους. Ακόμη παρουσιάζεται διάχυτη η αισιοδοξία για την τελική νίκη ενός πράγματι δίκαιου αγώνα, ενώ και η συνδρομή του θείου, δεν είναι απούσα.
Το βιβλίο του Σάκη Κ. Πάπιστα, «Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940-1949», εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, αποτελεί μια συγκεντρωτική καταγραφή, με ταξινόμηση κατά περιόδους, των τραγουδιών που αναφέρονται σε όλη την ταραγμένη δεκαετία, όπως καταμαρτυρεί και ο τίτλος του. Πρόκειται για ένα έργο 1.000 και πλέον σελίδων, με εξαντλητική αναφορά στο θέμα. Και το σπουδαιότερο εμπεριέχει CD με ρεμπέτικα τραγούδια του 1940, αρκετά από τα οποία ελλείπουν από άλλες ανθολογίες που έχουν κυκλοφορήσει και περιλαμβάνουν δημιουργίες «Του στρατού και του πολέμου».
Εμείς εδώ, πιστοί στο κλίμα των ημερών, θα επιχειρήσουμε μια, όσο το δυνατόν πιο χαρακτηριστική, «δειγματοληψία» ρεμπέτικων τραγουδιών, που αντλούν το περιεχόμενό τους από το έπος του 1940.
Τα τραγούδια
Ο Μάρκος Βαμβακάρης κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του, τόσο ως συνθέτης, όσο και ως ερμηνευτής των δικών του αλλά και άλλων τραγουδιών. Ο σχεδόν αγράμματος εργάτης των σφαγείων, θαμώνας και μουσικός των τεκέδων του Πειραιά, υπήρξε ένας ιδιαίτερα ευφυής δημιουργός, με αντίληψη των κοινωνικών αιτημάτων και πολιτικοποιημένος με την ευρεία έννοια του όρου. Προπολεμικές του συνθέσεις το επιβεβαιώνουν. Και τα γεγονότα του ’40 κέντρισαν την έμπνευσή του.
Πάνω στο σκοπό του ήδη γνωστού «χασικλίδικου» «Καραντουζένι» (ζεϊμπέκικο του 1933, από τις πρώτες ηχογραφήσεις του) ο Μάρκος τοποθετεί επίκαιρους στίχους εξυμνώντας τους στρατιώτες μας:
«Γεια σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ’ ανδρεία.
Και ‘συ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.
Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
το Ντούτσε τον ξεφτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.
Τζιάνο γι’ αυτό που έκανες, γοργά θα μετανιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας όλα θα τα πληρώσεις».
Ανάλογα πράττει ο Συριανός συνθέτης και με το χασάπικο «Ο γρουσούζης» (1937) στο οποίο οι επίκαιροι στίχοι του Γ. Φωτίδα, δίνουν άλλο ένα πετυχημένο τραγούδι.
Σε τούτο, όπως και στο προηγούμενο ο Μάρκος τραγουδά ντουέτο με τον Α. Χατζηχρήστο:
«Μουσολίνι άλλαξε γνώμη.
Βρε γρουσούζη Μουσολίνι, πουν’ τα τόσα μεγαλεία,
πού ‘ταζες κάθε λιγάκι στην καημένη Ιταλία;
Την ετάραξες στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη,
μοναχά η δική σου τσέπη, είναι παραφουσκωμένη.
Τα καημένα τα παιδιά σου δεν τολμούν να πουν κουβέντα,
τους εράψατε το στόμα, ‘συ ο Τζιάνος και η Έλντα.
Μουσολίνι άλλαξε γνώμη, έλα πια στα συγκαλά σου,
γιατί έφτασε η ώρα, να τινάξεις τα μυαλά σου».
Ο Δ. Περδικόπουλος, γνωστός κιθαρίστας, συνθέτης και τραγουδιστής, από τους πρώτους μόνιμους συνεργάτες του Τσιτσάνη, «διαφοροποιεί» δύο δικές του επιτυχίες, επηρεασμένος από τα γεγονότα. Το «Σιγά καλέ μου την άμαξα» γίνεται «Ψηλά στα Αλβανικά βουνά» και πάνω στη μελωδία της «Νερατζούλας», τραγουδά το «Σαν πολέμαγες με τους Αβυσσινέζους»:
«Ψηλά καλέ μου ψηλά
στ’ αλβανικά βουνά,
Ψηλά στ’ αλβανικά βουνά
που ο στρατός μας πολεμά.
Εκεί καλέ μου εκεί
ντουφέκια πέφτουνε
εκεί ντουφέκια πέφτουνε
και οι φρατέλοι τρέχουνε.
Γιατί καλέ μου γιατί
τους πήραν μυρουδιά
γιατί τους πήραν μυρουδιά
βρε της Ελλάδος τα παιδιά».
«Σαν πολέμαγες με του Αβυσσινέζους
δεν ήξευρες από Έλληνες ούτε και από Εγγλέζους.
Τους ενόμιζες πως ήταν παιχνιδάκι
μα μέσα στη μεσόγειο σε πότισαν φαρμάκι.
Που να το ‘ξευρες καημένε Μουσολίνι
ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει.
Δρόμο γρήγορα από την Αλβανία
και μη νομίζεις πως κι εδώ θα βρείς Αβυσσινία.
Όπως έγινες έχεις μεγάλο χάλι
και θα σου κοπανήσουμε τον Τσιάνο στο κεφάλι».
Ο μαέστρος της «Κολούμπια» και κορυφαίος τραγουδοποιός Παν. Τούντας, πάνω στη μελωδία της πασίγνωστης «Βαρβάρας» (που βεβαίως είχε προκαλέσει την μήνι του Μεταξά, γιατί το όνομα παράπεμπε στην κόρη του και οι στίχοι εξέφραζαν πονηρά υπονοούμενα), γράφει επίκαιρο τραγούδι με έντονη σατιρική διάθεση, ευτελίζοντας τον υπερφίαλο επιδρομέα.
Τραγουδά ο Στελλάκης Περπινιάδης:
«Άκου Ντούτσε μου τα νέα.
Ο Μπενίτο κάθε βράδυ στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθει έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
Το τηλέφωνο στο χέρι όλη νύχτα στο καρτέρι,
πέσμου φίλε Καβαλέρο, το τί γίνεται να ξέρω.
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά και ωραία,
ένα μπρός και δύο πίσω, πώς να σου το ομολογήσω.
Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.
Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως και οι τρομεροί μας λύκοι, κάθε μέρα και μια νίκη.
Τους τσακώνουνε κοπάδια οι τσολιάδες τα λιοντάρια,
και τους πάνε στην Αθήνα και έτσι την περνούνε φίνα».
Ομοίως ο μαέστρος της «αντιπάλου» δισκογραφικής εταιρείας, «Οντεόν», επίσης σπουδαίος μουσικός, Σπ. Περιστέρης , σε στίχους του ίδιου του ιδιοκτήτη της Μ. Μάτσα συνθέτει το τραγούδι «Το όνειρο του Μπενίτο», πάνω στη μουσική της επιτυχίας τους «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης» (1938).
Στην εκτέλεση το κλασικό δίδυμο Μάρκου- Χατζηχρήστου:
«Ο Μπενίτο κάθε νύχτα ζαλισμένος
είδε όνειρο ο καημένος
πως βρισκόταν στην Αθήνα
σε μια φίνα λιμουζίνα.
Μα σαν ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα,
είπε κρίμα νάναι ψέμα
ένα τέτοιο μεγαλείο,
βρε παιδιά δεν είναι αστείο.
Φέρτε πένα, διατάζει, και μελάνι,
τηλεσίγραφο μας κάνει,
μα του λέμε εν τω άμα
αν βαστάς κάνε το τάμα.
Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες,
κι οι θαυματουργές μας σφαίρες
Το τσαρούχι κι η αρβύλα
κάναν στον Μπενιτο νίλα.
Βρε Μπενίτο, μη θαρρείς για μακαρόνια
τα Ελληνικά κανόνια,
Τα ‘χουν χέρια δοξασμένα,
παλικάρια αντρειωμένα».
Μια πρώτη μικρή σταχυολόγηση καταθέσαμε από τα ρεμπέτικα του ’40, που παρουσιάζουν αξιόλογο ενδιαφέρον, μιας και αναφέρονται στα γεγονότα με τον δικό τους χαρακτηριστικό τρόπο. Οι δημιουργοί τους που τότε, λίγο πολύ, τελούσαν υπό διωγμό, από το επίσημο κράτος, σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξαν αδιάφοροι στα εξαιρετικά σοβαρά γεγονότα. Αν και θεωρούνταν- κακώς- ως άτομα με μειωμένη ή ανύπαρκτη κοινωνική και εθνική συνείδηση, όντας στο περιθώριο, φρόντισαν να διαψεύσουν τους επικριτές τους, μέσα από το ίδιο τους το έργο. Με το μοναδικό όπλο που διέθεταν, το τραγούδι, συμμετείχαν ενεργά στα δρώμενα, συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στην αντιμετώπιση των περιστάσεων.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ Μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών