Ρας ελ χανούτ, χαρίσα και διάθεση για πάρτι σε μια ταράτσα του κέντρου με νόστιμη λεβαντίνικη-ελληνική κουζίνα με την υπογραφή του Αλέξανδρου Καρακατσάνη, ιδιαίτερα κοκτέιλ και την Ακρόπολη ακριβώς απέναντι
Τα στραμμένα προς τα πάνω βελάκια στην ταμπέλα, στο πλάι της εισόδου του ξενοδοχείου Regal στη Μητροπόλεως, δείχνουν το δρόμο. Παίρνεις το ασανσέρ για τον 6ο όροφο, ανεβαίνεις μερικά σκαλιά, περνάς κάτω από μια σειρά από ρετρό φωτιστικά και όταν βγαίνεις έχεις μπροστά σου ένα χορταστικό πλάνο της Ακρόπολης. Τα πράσινα τραπέζια, ο πορτοκαλί καναπές, οι μεταλλικές καρέκλες και η γραμματοσειρά με την οποίο είναι γραμμένο το «Αθηναϊκή Ταράτσα» στον καθρέφτη πίσω από το μπαρ και στα πιάτα που περιμένουν στο τραπέζι, σου φέρνουν στο μυαλό τα 70’s. Από τα ηχεία βγαίνουν ρυθμικές μουσικές. Και από την ανοιχτή κουζίνα μερικές γαργαλιστικές μυρωδιές. Στο αλέγρο μαγαζί που άνοιξαν τώρα το Σεπτέμβρη η ομάδα του Αmi Ιtalian Bistrot μαζί με την ομάδα του Bar In Front of the Bar πίνεις κοκτέιλ και τρως από πεϊνιρλί και χούμους μέχρι κόκορα με χυλοπιτάκι και πρόβατο στα κάρβουνα.
Ο Αλέξανδρος Καρακατσάνης στην ανοιχτή κουζίνα. | Μπορείς να βάλεις τον παστουρμά παλαμίδας πάνω στη σαλατο-βαρκούλα και να τον φας με το χέρι. |
Το γενικό πρόσταγμα στην κουζίνα έχει ο Aλέξανδρος Καρακατσάνης, που τον γνωρίσαμε στο εστιατόριό του, το San Michali, στη Σύρο – έκανε πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά. Μια ιδέα από την ανατολίτικη πλευρά του και την αγάπη του για τις φωτιές πήραμε και στο Monk’s Beard που διατηρούσε στον Νέο Κόσμο με τη γυναίκα του, Φανή Παναγοπούλου, η οποία κατάγεται από τον Λίβανο. Τη βλέπουμε και τώρα: έχοντας στη διάθεσή του ξυλόφουρνο και ρομπάτα (ο γιαπωνέζικος φούρνος «κολλάει» σε διάφορα σενάρια τελευταία) δίνει στο φαγητό κατεύθυνση ελληνολεβαντίνικη.
Το πρώτο που ήρθε στο τραπέζι ήταν ένα χειροποίητο μαλακό τυρί, με μαστίχα, μαχλέπι και μαυροκούκι, περιχυμένο με μέλι ελάτης, που ο σεφ το εμπνεύστηκε από τη γέμιση που μπαίνει στα λυχναράκια. Ωραίο, αλλά λίγο γλυκό για αρχή, ιδίως όταν παραδίπλα, πέρα από την ωραία λούζα που φτιάχνει ο ίδιος, έχεις και έναν χειροποίητο «παστουρμά» παλαμίδας με μπόλικο τσιμένι. Νομίζω ότι θα το χαιρόμουν περισσότερο λίγο πριν το (ή αντί για) επιδόρπιο. Η σαλάτα με ψητά φασολάκια, ξινότυρο, ραπανάκι και ένα ντρέσινγκ από μελάσα ροδιού ήταν δροσερή, συντονισμένη με την εποχή, και το μοσχάρι ταρτάρ, πρωτότυπα παρουσιασμένο, πάνω σε έναν ορθογώνιο αμπελοντολμά με ρύζι μυρωδάτο, με έναν βελούδινο πουρέ αγκινάρας για παρέα. Τα shish barak, τα ανατολίτικα ζυμαρικά σαν ραβιόλια γεμιστά με τρυφερό πρόβειο κιμά, που σοτάρονται με βούτυρο και σερβίρονται με γιαουρτένια σάλτσα και σουμάκι δεν μπορεί να μην τα ευχαριστηθείς και αυτή τη φορά, έχουν βαθιά νοστιμιά. Το ίδιο και το καλοκαρυκευμένο κεμπάπ από πρόβειο και μοσχαρίσιο κιμά, πάνω σε μπαζλαμά (ένα αφράτο τούρκικο πιτάκι) που ψήνουν εκεί στην ανοιχτή κουζίνα. Είναι πολύ καλό. Όσο για το shawarma, ο σεφ το κάνει λίγο διαφορετικό. Δεν είναι γύρος, είναι κομμάτια μοσχαρίσιας στηθοπλευράς ψημένα στον ξυλόφουρνο, που τα σερβίρουν σε ένα όμορφο έθνικ πιάτο, βάζοντας από δίπλα ένα σουβλάκι σελινόριζας και αραβικές πίτες ολικής άλεσης, δικές τους και αυτές. Παραδίπλα τοποθετούν διάφορα μπολάκια με συνοδευτικά για να βάλεις όσο θέλεις: γιαούρτι με ταχίνι, χαρίσα, ταμπουλέ, αγγουράκι τουρσί…