Μαρτυρία του Θέμη Ανδρεάδη που στα νιάτα του έζησε την καλή εποχή των μπουζουκιών.
Λέμε σήμερα μπουζούκια κι εννοούμε αυτό το συνονθύλευμα από φλώρους και σκυλάδες που ανεβαίνουν στις «διαστημικές» πίστες και ασχημονούν μουσικά. Για το δρόμο που πήρε η ελληνική λαϊκή μουσική φταίνε ασφαλώς οι δισκογραφικές εταιρίες και κυρίως οι άνθρωποι που τα τελευταία σαράντα χρόνια υπηρέτησαν το λαϊκό τραγούδι χωρίς να το ξέρουν και να το αγαπούν.
Ο Θέμης Ανδρεάδης δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία και παρότι ως δημιουργός κινήθηκε έξω από το λαϊκό τραγούδι, ο ίδιος γνώρισε και αγάπησε την καλή εποχή των μπουζουκιών και τους μεγάλους βάρδους.
Σε μαρτυρία του στον βιογράφο του Πάνου Γαβαλά, Δημήτρη Μανιάτη, αναθυμάται εκείνη την εποχή που πήγαινε τακτικά να ακούσει τον σπουδαίο λαϊκό ερμηνευτή και τη Ρία Κούρτη. Είχαν παρέλθει, όπως λέει κι ο ίδιος, τα καλά χρόνια και είχαν φύγει από την επικαιρότητα της νύχτας, μαγαζιά όπως του Τζίμη του Χοντρού. Μπαίναμε ανεπιστρεπτί στην βασιλεία του «σκυλάδικου» αλλά το άρωμα της φωνής του Γαβαλά συνέχιζε για λίγο ακόμα να ομορφαίνει τις Αθηναϊκές νύχτες. Ο Ανδρεάδης βεβαιώνει εκτός των άλλων το τεράστιο ρεπερτόριο του Πάνου Γαβαλά, που τον θεωρούσεν κινητή μουσική βιβλιοθήκη στα ντουζένια του. Άλλο που οι παραγγελίες και οι επαναλήψεις τον εκνεύριζαν γιατί δεν τον άφηναν συχνά να ξεδιπλώσει αυτό το ανεξάντλητο ρεπερτόριο.
Κάποια φορά πήγε στο καμαρίνι του και του είπε: «Συγχαρητήρια, κύριε Γαβαλά!»
«Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου», του απάντησε μ’ ένα κουρασμένο χαμόγελο ο Γαβαλάς. Σαν να είδε σ’ αυτό το χαμόγελο τα χρόνια που έρχονταν, την απογοήτευση που δημιουργούσε η εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού που μόνο λαϊκό τραγούδι δεν θα θύμιζε πια.