ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 1971, τα μέλη των Aphrodite’s Child διοργάνωσαν ένα μεγάλο πάρτι με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου τους άλμπουμ. Στα στούντιο Europa Sonor του Παρισιού, το ελληνικό συγκρότημα παρουσίασε το νέο του έργο, έναν διπλό δίσκο με θέμα την Αποκάλυψη που έφερε ως τίτλο τον «σατανικό» αριθμό 666, ενώπιον πολλών δημοσιογράφων αλλά και διάφορων εκλεκτών και σημαντικών καλεσμένων.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο Σαλβαντόρ Νταλί. Ο διάσημος ζωγράφος ήταν τόσο ενθουσιασμένος με το άλμπουμ ώστε δήλωσε στα μέλη του γκρουπ –τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά– και στον συνεργάτη τους και στιχουργό Κώστα Φέρρη, ότι πρόκειται για «une musique de pierre» («μια μουσική από πέτρα»). Ακολούθως το σύγκρινε αινιγματικά με το έργο του μετρ της ξυλογραφίας του 16ου αιώνα, Άλμπρεχτ Ντούρερ.
Ήταν μια παράξενη εκτίμηση, αλλά και το 666 ήταν ένας παράξενος δίσκος. Αποτελούμενο από 24 κομμάτια που χρησιμοποιούσαν στοιχεία ψυχεδελικής ποπ, τζαζ, φανκ και raga με αποχρώσεις παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, πειραματικού θορύβου και θρησκευτικής μουσικής, με στίχους βασισμένους σε μεγάλο βαθμό σε αποσπάσματα από τη Βίβλο, το τρίτο άλμπουμ των Aphrodite’s Child δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο στον κόσμο, πόσο μάλλον με οτιδήποτε άλλο είχε κάνει το συγκρότημα στο παρελθόν. Σήμερα είναι με διαφορά η πιο αναγνωρισμένη δουλειά τους, τότε όμως ήταν, μεταξύ άλλων, ένα εξαντλητικό και καταστροφικά ακριβό project που παραλίγο να τους τελειώσει, ψυχικά και σωματικά.
Στο 666, ο Παπαθανασίου πέταξε κάθε εμπορική συνταγή από το παράθυρο. «Δεν έφυγα από τη χώρα μου για να γίνω ποπ σταρ, ούτε για να κάνω πράγματα που δεν θέλω να κάνω», θα έλεγε στον Ελληνοκαναδό συνθέτη Χρήστο Χατζή το 1982. «Η απόφαση ήταν να κάνω το 666 ένα εντελώς διαφορετικό έργο, το οποίο θα ήταν και το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος».
Για τον Νταλί όμως, οι προοπτικές του δίσκου ήταν απεριόριστες. Όταν ρωτήθηκε αν θα ενδιαφερόταν να επιμεληθεί μια εκδήλωση για την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ, παρουσίασε με ενθουσιασμό μια λίστα με ιδέες που πίστευε ότι θα συμβάδιζαν με την αφήγηση του δίσκου για ένα εξωτικό τσίρκο που παρουσιάζει τη βιβλική ιστορία της Αποκάλυψης, ενώ η πραγματική Αποκάλυψη μαίνεται έξω από τη μεγάλη σκηνή.
«Θα κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος την Κυριακή, στη Βαρκελώνη», ξεκινούσε, προσθέτοντας ότι δεν θα επιτρεπόταν η χρήση φωτογραφικών μηχανών και ότι οι μόνοι μάρτυρες θα ήταν μια χούφτα βοσκών, οι οποίοι θα εξιστορούσαν προφορικά ό,τι έβλεπαν. Οποιοσδήποτε παραβίαζε τον νόμο θα συλλαμβανόταν από «στρατιώτες ντυμένους με ναζιστική στολή».
Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο εξωφρενική: «Εκατοντάδες κύκνοι θα πετάξουν μπροστά από τη Σαγράδα Φαμίλια, με κομμάτια δυναμίτη στην κοιλιά τους, τα οποία θα εκραγούν σε αργή κίνηση μέσω ειδικών εφέ», ενώ το άλμπουμ θα ακούγεται από τεράστια ηχεία. Και όλα αυτά θα ήταν μόνο ένα απεριτίφ πριν από το κυρίως μενού το οποίο θα περιλάμβανε μαχητικά αεροσκάφη να πραγματοποιούν επίθεση στη διάσημη εκκλησία ακριβώς το μεσημέρι. «Αντί για βόμβες όμως», όπως σημείωνε, «θα ρίξουν ελέφαντες, ιπποπόταμους, φάλαινες και αρχιεπισκόπους που θα κρατούν ομπρέλες».
Όπως ήταν αναμενόμενο, το συναρπαστικά μεγαλεπήβολο σχέδιο του Νταλί δεν καρποφόρησε. Αλλά η αποτυχία να πραγματοποιηθεί το εξωφρενικό όραμά του δεν ήταν το πρώτο ούτε το μόνο πρόβλημα με την κυκλοφορία του 666. Έχοντας ξοδέψει μια περιουσία για την παραγωγή του, η δισκογραφική εταιρεία του συγκροτήματος, η Mercury, άφησε το άλμπουμ στο ράφι για περισσότερο από έναν χρόνο, εγκλωβισμένη σε μια διαμάχη με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, ο οποίος αρνιόταν να συμβιβαστεί και να κάνει πιο προσβάσιμο στο κοινό το πιο εύφλεκτο κομμάτι του δίσκου.
«Ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον τρόπο που σκέφτεται μια δισκογραφική εταιρεία και στον τρόπο που σκέφτεται ένας καλλιτέχνης», θα εξηγούσε ο δημιουργός χρόνια αργότερα στον συγγραφέα Μάρκ Πάουελ, ο οποίος συνέβαλε στη δημιουργία της deluxe επανέκδοσης του δίσκου, που κυκλοφορεί αυτό τον μήνα. «Η δισκογραφική εταιρεία είπε ότι το 666 δεν ήταν καθόλου εμπορικό και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι προσπαθούσα να πετύχω».
Οι Aphrodite’s Child σχηματίστηκαν το 1967 στην Ελλάδα, συγχρόνως σχεδόν με την έλευση της στρατιωτικής δικτατορίας στη χώρα, και υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο μετά τη μετακόμισή τους στο Παρίσι τον επόμενο χρόνο. Το πρώτο τους single, Rain and Tears, ένα ονειρικό κομμάτι ψυχεδελικής ποπ, έγινε γρήγορα επιτυχία στην Ευρώπη, ενώ το άλμπουμ End of the World καθιέρωσε το συγκρότημα ως την «ηπειρωτική» απάντηση σε βρετανικά γκρουπ όπως οι Moody Blues ή οι Procol Harum.
Ακολούθως, το 1969, το ομώνυμο κομμάτι του δεύτερου άλμπουμ τους It’s Five O’Clock έγινε νούμερο ένα στη Γαλλία, προμηνύοντας τη μετέπειτα καριέρα του Ρούσσου ως σόλο τραγουδιστή. Στο 666 όμως, ο Βαγγέλης πέταξε κάθε εμπορική συνταγή από το παράθυρο. «Δεν έφυγα από τη χώρα μου για να γίνω ποπ σταρ, ούτε για να κάνω πράγματα που δεν θέλω να κάνω», θα έλεγε στον Ελληνοκαναδό συνθέτη Χρήστο Χατζή το 1982. «Η απόφαση ήταν να κάνω το 666 ένα εντελώς διαφορετικό έργο, το οποίο θα ήταν και το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος».
Υπάρχουν αντικρουόμενες μαρτυρίες σχετικά με την προέλευση της ιδέας του 666. Κάποιοι λένε ότι προήλθε από μια πρόταση του Κώστα Φέρρη για το soundtrack μιας ταινίας με θέμα την Αποκάλυψη, άλλοι ότι ήταν απλώς μια ιδέα που σκέφτηκαν και συζήτησαν μεταξύ τους ο ίδιος και ο Βαγγέλης. Για τον Powell, ήταν μια αντανάκλαση της εποχής στην οποία έγινε. Σε μια συνέντευξή του, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε δηλώσει κάπως αινιγματικά: «Στην Ελλάδα παίζαμε ποπ μουσική, αλλά σήμερα επιστρέφουμε στις αρχικές μας πηγές με ένα ρεπερτόριο εμπνευσμένο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Επιλέξαμε την Αποκάλυψη επειδή εκεί ο χρόνος ακυρώνεται. Ο καθένας από εμάς ζει την Αποκάλυψη».
«Το ίδιο το συγκρότημα δεν ανησυχούσε για τα έξοδα, αντίθετα από τη δισκογραφική τους εταιρεία», λέει ο επί χρόνια μηχανικός ήχου του Vangelis, Φιλίπ Κολονά. «Ήταν επίσης εντελώς αντίθετοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η μουσική του γκρουπ και είχαν στείλει έναν εκπρόσωπο της εταιρείας να παρακολουθεί τις ηχογραφήσεις. Για να απελευθερωθούν από αυτή την επιτήρηση, μιλούσαν μεταξύ τους στα ελληνικά και συνέχισαν τους πειραματισμούς τους χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ούτε τον εκπρόσωπο ούτε τις παρατηρήσεις του».
Ήταν στο κομμάτι με τον μυστηριώδη τίτλο ∞ (Infinity) που αυτή η περιφρόνηση προς την εταιρεία και τα εμπορικά της συμφέροντα έφτασε στο ζενίθ της. Ένα ελεύθερο τζαμάρισμα που διαρκεί λίγο πάνω από πέντε λεπτά, στην αρχική ηχογραφημένη εκδοχή του κρατάει για σχεδόν τρία τέταρτα της ώρας. Η παρατεταμένη διάρκειά του δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Καθώς το κομμάτι κλιμακώνεται σε μια κακόφωνη έξαρση, η Ελληνίδα ηθοποιός Ειρήνη Παπά επαναλαμβάνει τον στίχο «Ήμουν, είμαι, θα έρθω» με όλο και πιο λάγνα εκφορά, για να υπογραμμίσει αυτό που ο Βαγγέλης αποκάλεσε «αναπαράσταση του πόνου της γέννησης και της χαράς της συνουσίας».
Aphrodite’s Child – ∞ (Infinity)
Η εταιρεία το μίσησε, χαρακτηρίζοντάς το «πορνογραφικό», κάτι αντίστοιχο με το «σκανδαλώδες» Je T’aime – Moi Non Plus του Σερζ Γκενσμπούρ. Όταν ρωτήθηκε σχετικά η ίδια η ηθοποιός, η Ειρήνη Παπά δήλωσε ότι «ήταν πάνω απ’ όλα σατιρικό. Αυτό το είδος ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Αντί για ωραίους αναστεναγμούς (όπως στο Je T’aime…), ήθελα να κάνω κάτι πιο σαρκαστικό, να διακωμωδήσω αυτή την αντίληψη περί οργασμού».
Το σκάνδαλο που προξένησε το συγκεκριμένο κομμάτι τροφοδότησε ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες σχετικά με το «βλάσφημο» περιεχόμενο του άλμπουμ. «Υπήρχε όλη αυτή η αντίληψη ότι ήταν σατανιστικό λόγω των συνειρμών που προκαλεί ο αριθμός 666», σημειώνει ο Πάουελ. «Αλλά δεν έχει καμία σχέση με τις λεγόμενες “σκοτεινές τέχνες”. Περιείχε απλώς ατόφια αποσπάσματα από τη Βίβλο». Ακόμα κι έτσι, το άλμπουμ απεδείχθη «καταραμένο». Μέχρι να κυκλοφορήσει τελικά τον Ιούνιο του 1972, οι Aphrodite’s Child είχαν διαλυθεί και ο Ντέμης Ρούσσος και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχαν ήδη στραφεί στις σόλο καριέρες τους.
Ωστόσο, το 666 παραμένει ένας συναρπαστικός δίσκος και, όπως το Sgt. Pepper ή το White Album των Beatles, έχει πραγματικό νόημα μόνο αν «χωνευτεί» ολόκληρο. Αν και μετρίως επιτυχημένο κατά την πρώτη κυκλοφορία του, στα χρόνια που ακολούθησαν το 666 έχει εξελιχθεί σε μια τεράστια cult επιτυχία. Μιλώντας γι’ αυτό χρόνια αργότερα, ο Ντέμης Ρούσσος εμφανιζόταν προβληματισμένος για την αμφιλεγόμενη κληρονομιά του: «Το κοινό πάντα περιμένει και απαιτεί αυτό που γνωρίζει. Δεν θέλει απαραίτητα να βρει μπίρα σε ένα μπουκάλι Coca-Cola».